ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ 7α
ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ 7α
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ- ΧΡΙΣΤΟΥ.
…αρκετά πριν την συνάντηση- ο Γιώργος/ Γιώργης είχε άγχος για το πως θα πάει η συνάντηση με τον Χρίστο / Χριστόφορο.
Ήταν αναμενόμενο… διότι ήταν προκατειλημμένος:
αυτός, ένας αριστερός αναρχοαυτόνομος που πίστευε στην αυτοοργάνωση των κοινωνικών δυνάμεων και νυν δημόσιος υπάλληλος στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου αρμόδιος να ελεγχει την εφαρμογή δημόσιων συμβάσεων από ιδιώτες, δεν μπορούσε να δεχτεί ένα επιχειρηματία , έστω και αυτοδημιούργητο, να του μπεί «καπέλο».
Είχε καθήκον - ιδεολογικό και λαικό- να υπερασπιστεί τα λαικά συμφέροντα και να προστατέψει τα λεφτουδάκια του λαού που τα πλήρωνε μέσω των εξοντωτικών φόρων.
Σκεφτόταν… «εντάξ…τους ξέρουμε τους ψευτοαυτοδημιούργητους: τάχα πιστεύουν σε φιλελεύθερες αντιλήψεις και στον υγιή ανταγωνισμό» αλλά, στην πραγματικότητα, ξέρουν ότι αν δεν κάνεις κομπίνες και δεν δώσεις μίζες, δουλειά δεν παίρνεις από το Δημόσιο».
Και ελίσσονται αναλόγως.
«…ξέρουν την πιάτσα… ξέρουν ότι στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει να είσαι πολύ καταφερτζής για να πάρεις δουλειές».
Ο Γιώργης δεν είχε αυταπάτες για την αρετή και τις μεθοδεύσεις των γιάπηδων και των αυτοδημιούργητων, όπως ο Χρίστος.
«το παιχνίδι είναι σικέ και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, εμείς οι προοδευτικοί, με όλους αυτούς τους φιλελεύθερους… που, στην ουσία, είναι ασύδοτοι κερδοσκόποι και εκμεταλλευτές του λαού», σκεφτόταν με πάθος ο Γιώργης λίγες μέρες πριν την συνάντησή του με τον Χρίστο.
Την δουλειά της μηχανοργάνωσης και ψηφιοποίησης των λειτουργιών του νοσοκομείου Μαυρονησίου, την είχε πάρει ήδη ο Χρίστος: είχε κάνει την καλύτερη προσφορά και μάλιστα την πήρε χωρίς πολιτικό μέσο.
Ο Γιώργος δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει την προσφορά και τον διαγωνισμό…είχε απλά αρμοδιότητα να παρακολουθήσει την εφαρμογή της σύμβασης.
Να δεί αν η δουλειά γίνεται σωστά και μέσα στις σωστές ημερομηνίες.
Τώρα βέβαια εδώ…υπήρχε ένα προβληματάκι:
ο Γιώργης ήταν απόφοιτος του Παντείου και από μηχανοργανώσεις, ψηφιοποιήσεις και κομπιουτερατζίδικες δουλειές , δεν είχε ιδέα.
Είχε προσπαθήσει να διαβάσει τις προδιαγραφές της σύμβασης και δεν είχε καταλάβει πολλά.
Μπορούσε να βλέπει τις ημερομηνίες παράδοσης του έργου αλλά χωρίς να μπορεί να κρίνει αν η δουλειά γίνεται σωστά.
Αυτό ήταν ένα πρόβλημα που έπρεπε να το κρατήσει κρυφό: αλίμονο αν ο γιάπης αντιλαμβανόταν την ασχετοσύνη του Γιώργη.
Θα ήταν όχι μόνο γελοιοποίηση αλλά και επιβεβαίωση της άποψης για ανικανότητα των στελεχών του δημόσιου τομέα.
Υπήρχε το γνωστό στερεότυπο ότι στο δημόσιο καταφεύγουν οι πιο τεμπέληδες και οι λιγότερο ανταγωνιστικοί πτυχιούχοι που θέλουν σιγουριά και εργασιακή άνεση χωρίς πολλή πίεση, deadlines, στόχους και αξιολόγηση.
Καλύτερα τα λίγα, ξεκούραστα και πιό σίγουρα λεφτά, λένε.
Αυτά σκεφτόταν ο Γιώργης και δεν είχε καμμιά όρεξη να επιβεβαιώσει τα ηλίθια στερεότυπα των δεξιών υπέρμαχων του «μικρού κράτους».
Τους ήξερε καλά αυτούς τους ασύδοτους νεοφιλελεύθερους ο Γιώργης: όλοι οι πρώην συμμαθητές του από το Γυμνάσιο και το Λύκειο, ήταν τέτοια φάρα.
Βλέπεις ο γέρος του ο Γιατρός, αν και είχε παρελθόν φτωχού αριστερού, ήθελε για το γιόκα του να βγάλει το καλύτερο σχολείο.
Γι αυτό…έδωσε αίμα και ιδρώτα και τον έστειλε στο κολλέγιο Αθηνών…εκεί που φοιτούσε όλη η μπουρζουαζία.
Ο γέρος του ο χαζογιατρός, έβγαζε καλούτσικο εισόδημα δουλεύοντας σαν σκύλος, μέρα νύκτα, και κάνοντας και πολλή οικονομία, ένιωσε τον έπαιρνε να στείλει τον κανακάρη του στο Κολλέγιο.
Δεν το έκανε από ελιτισμό…δεν ήταν ματαιοδοξία:
πίστευε πράγματι στην αξία της καλής εκπαίδευσης που έδινε το κολλέγιο.
Το Κολλέγιο είχε καλούς καθηγητές, εξαιρετικές εγκαταστάσεις, διδακτική παράδοση ποιότητας πάνω απο εκατό χρόνια, διασυνδέσεις με ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Εντάξει… οι συμμαθητές ήταν παιδιά μεγαλολεφτάδων… αλλά όχι μόνο : υπήρχαν και οι εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης.
Ο Γιώργης πάντως, δεν είχε καταφέρει να «εγκλιματισθεί» στο περιβάλλον του Κολλεγίου: έβλεπε μόνο τα αρνητικά.
Έβλεπε μόνο τον ελιτισμό του σχολείου, την μεγαλομανία και υπεροψία των μαθητών και των γονέων τους αλλά και τον καιροσκοπισμό των καθηγητών.
Και οι καθηγητές, στην πλειοψηφία τους , ήταν κάτι κακομοίρικα ψώνια που παρίσταναν τους σπουδαίους.
Χώρια που ήταν λιγούρηδες και έκαναν παράνομα ιδιαίτερα στα παιδιά των λεφτάδων, που τα χρέωναν χρυσάφι.
Ήταν λάθος: όλη η φοίτηση στο κολλέγιο, ήταν λάθος.
Λάθος που στοίχισε μιά περιουσία, ωφέλησε ελάχιστα τον Γιώργη και τον φόρτωσε ένα κάρο ψυχολογική πίεση… από την χαώδη ταξική διαφορά του με τους συμμαθητές του.
Όταν μπήκε στο Πάντειο, ένιωσε πολύ καλύτερα: γνώρισε παιδιά από φτωχές οικογένειες, παιδιά από επαρχία, παιδιά πραγματικών μεροκαματιάρηδων προλετάριων.
Το Πάντειο του έκανε πολύ καλό: εντάχθηκε στην κοινωνία και ένιωσε μέλος της.
Εντάχθηκε σε οργανώσεις, κόλλησε αφίσσες, έκανε καταλήψεις, φώναξε με ντουντούκες, έβγαλε λόγους και ψηφίσματα, έβρισε καθηγητές και «φασίστες» και πέταξε μολότωφ στους μπάτσους.
Μαγεία!
Πραγματική ζωή!
Πέρασε όλα τα στάδια ιδεολογικής ωρίμανσης:
ΚΝΕ, ΚΚΕμ-λ, συσπειρώσεις, αυτόνομες ομάδες δράσης, αυτοοργανωμένα στέκια στα Εξάρχεια και τα πέριξ.
Από την κομματική πειθαρχία στην ελευθερία της αυτόνομης πρωτοβουλιακής δράσης.
Από τις κόκκινες σημαίες πάνω στα στυλιάρια και το συγχρονισμένο βάδισμα τύπου σοβιετικής κομσομόλ, στις μαυροκόκκινες σημαίες του αναρχοκομμουνισμού και, τελικά, στις μαύρες σημαίες της απόλυτης αναρχικής ελευθερίας.
Της ελευθερίας στην σκέψη και στην δράση, στην ελευθερία με ατομικότητα, μέσα από την συντροφικότητα.
Η πλάκα είναι ότι άγχος από την επικείμενη συνάντηση δεν είχε μόνο ο Γιώργης…είχε και ο Χρίστος… αν και για διαφορετικούς λόγους:
από τα λίγα μαίηλ που είχε ανταλλάξει με τον Γιώργη και από μιά-δυό βιντεοκλήσεις που έκανε μαζί του, ένιωσε το μάγκωμα, την επιφύλακτικότητα και την συγκαλυμμένη αντιπάθεια του Γιώργη.
Ένιωσε ότι δεν ήταν προσωπικό αλλά ταξικό:
δύσκολα θα μπορούσε να συννενοηθεί μαζί του χωρίς να του βάλει τρικλοποδιές.
Ενιωσε ότι ο άλλος ήθελε να ασκήσει πάνω του την εξουσία που του έδινε η θέση του, ως ελεγκτή.
Και δεν ήταν ότι ήθελε μίζα…το γνωστό κόλπο των …λαδιάρηδων δημοσιουπαλλήλων, που βάζουν προσκόμματα και παίζουν καθυστερήσεις, μπας και πάρουν κάνα δωράκι…
…ήταν χειρότερο: ήταν ιδεολογικό, ήταν θέμα αρχών.
Ήταν αριστερός… και έπρεπε να το παίξει Τσε Γκεβάρα του Αιγαίου, έστω και από την μικρή θέση του.
Τελικά η συνάντηση, έγινε και δεν συνέβη τίποτε δραματικό:
ο μεν Γιώργης διαπίστωσε ότι ο Χρίστος δεν ήταν ο τύπος του αλαζόνα επιχειρηματία αλλά ένας νέος με ταπεινή καταγωγή που σπούδασε και πρόκοψε με σκληρή εργασία.
Μετά από μάλλον σύντομη συζήτηση πάνω στο έργο και τις διαβεβαιώσεις Χρίστου ότι οι προθεσμίες θα τηρηθούν και οι προδιαγραφές θα γίνουν σεβαστές στο ακέραιο, πέρασαν στα γενικότερα επαγγελματικά τους αλλά και σε πιό προσωπικές συζητήσεις.
Όταν ο Χρίστος είπε ότι μεγάλωσε στα Σεπόλια , πως πήγε στα τοπικά δημόσια σχολεία και πως ο πατέρας του ήταν εργατοτεχνίτης πλακάς και μαρμαράς, ένιωσε μια ταξική συγγένεια:
…οκ αυτός είχε πατέρα γιατρό και φοίτησε στο κολλέγιο Αθηνών, αλλά είχε δουλέψει, ο ίδιος, εργάτης σε βαρειά βιομηχανία και το δήλωσε με περηφάνεια.
Πόσο διάστημα?…
«…ε, κάποιους μήνες… σε μεταλλουργία…βαρειά δουλειά….ήταν και φοιτητής τότε, δεν μπορούσε πιό πολύ».
Είχε νιώσει και αυτός στο πετσί του την κακοποίηση και την ταξική εκμετάλλευση….όπως ο πατέρας του Χρίστου που έφαγε τα γόνατα και τους ώμους του να κολλάει γονατιστός πλακάκια στα πατώματα των οικοδομών.
Ο πλακάς, που ήταν μιά ζωή μεροδούλι-μεροφάι, αλλά, που ευτύχησε να δεί τον γυιό του να γίνεται πολιτικός μηχανικός…ηλταν τώρα ένας ευτυχής μικροσυνταξιούχος του ΙΚΑ.
Στις οικοδομές, στην εποχή του, ο μηχανικός ήταν σαν τον πατρίκιο ανάμεσα στους πληβείους.
Βέβαια ο Χρίστος, τελικά, έγινε κομπιουτεράς… και μάλιστα επιτυχημένος… αλλά το αρχικό μεγάλο όνειρο του πατέρα του να γίνει μηχανικός, είχε επιτευχθεί.
Και ο Χρίστος?
…πως βίωσε την συνάντησή τους ο Χρίστος?
Είχε αντιφατικά συναισθήματα για τον Γιώργη:
απο την μιά καταλάβαινε ότι είναι κάπως λοξός και εμμονικός με τις αναρχικές θεωρίες αλλά παράλληλα καταλάβαινε ότι είχε και μιά εντιμότητα: δεν ήταν λαμόγιο.
Παρά το γεγονός όμως ότι ήταν τεχνοκράτης κομπιουτεράς και απόφοιτος του ΕΜΠ, δεν ήταν απλοικός: είχε ψυχολογική σκέψη.
Όταν άκουσε γιά μπαμπά γιατρό φραγκάτο και για κολλέγιο Αθηνών, κατάλαβε ότι πιθανόν να υπήρξε μιά φορτισμένη σχέση πατέρα γυιού, μιά πίεση γιά καριέρα, μιά απογοήτευση και των δυό τους.
Κάθησε και τα είπε όλα στην Αλίκη: του άρεσε να εμβαθύνει στις ψυχολογικές διεργασίες των ανθρώπων γύρω του και να κατανοεί τα κίνητρά και την συμπεριφορά τους σε βάθος.
Η σχέση του με την Αλίκη είχε ένα διδακτικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα : δεν ήταν μόνο ερωτική σύντροφος: ήταν και ψυχοθεραπεύτρια και μέντοράς του.
Έτσι την θεωρούσε.
Βέβαια, η ίδια η Αλίκη, επέμενε να μην παίζει αυτόν το ρόλο:
«ερωμένη και ψυχοθεραπεύτρια είναι ρόλοι αντικρουόμενοι και αλληλοαποκλειόμενοι» του είχε πεί.
«Δεν λειτουργεί με υγεία η ερωτική σχέση, έτσι»
«Δεν είναι καλό… ούτε γιά μένα ούτε για σένα, να μπερδεύονται οι ρόλοι»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου