ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ 6β
ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ 6β
Η ΑΛΙΚΗ ΕΧΕΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ.
Η Αλίκη καθόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της σε μια συνεδρία με βιντεοκλήση με μιά ασθενή της, την Ιοκάστη που εργαζόταν «σαιζόν» ως σερβιτόρα σε εστιατόριο, στο Μαυρονήσι.
Η Αλίκη έβλεπε ψυχιατρικούς ασθενείς από το Μαυρονήσι μέσω μιάς ΜΚΟ που έπαιρνε ευρωπαική χρηματοδότηση για την ψυχιατρική υποστήριξη των κατοίκων των νησιών του Αιγαίου.
Την μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) , «Φλόγα Αυτογνωσίας- Νέα Αρχή» η συνοπτικά ΦΑΝΑ.
Από εκεί έπαιρνε ένα χιλιάρικο τον μήνα και της παρέπεμπαν ασθενείς για αξιολόγηση και ψυχοθεραπεία.
Συνήθως τους είχε δεί και ψυχίατρος, πιό πριν, και είχε δώσει και φάρμακα αλλά, όταν έκρινε ότι χρειαζόταν, τους έστελνε και γιά ψυχοθεραπευτική παρέμβαση στην Αλίκη.
Αν και η αμοιβή ήταν αστεία μπροστά στον όγκο των ασθενών και στην ευθύνη που αναλάμβανε, η Αλίκη το έκανε αφ´ ενός για το οικονομικό (χίλια ευρώ τον μήνα ήταν μιά βοήθεια στα περιορισμένα οικονομικά της) αλλά και γιατί έβλεπε και ενδιαφέροντα περιστατικά εργασιακής εξουθένωσης.
Διότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παραπομπών δεν ήταν ασθενείς με τις συνήθεις ψυχικές νόσους όπως αυτές κατατάσσονται και διαγιγνώσκονται με βάσει τα ισχύοντα διαγνωστικά κριτήρια των ψυχικών νόσων: ήταν απλά εξουθενωμένοι άνθρωποι…
… ψυχικά και σωματικά.
Συνήθως εργάζονταν σε κουραστικές εργασίες με κίνηση και ορθοστασία επί 12 και βάλε ώρες ημερησίως, χωρίς κανένα ρεπό, επί μήνες.
Σερβιτόροι, μάγειρες, καθαρίστριες, καμαριέρες, ρεσεψιονίστ, συντηρητές.
«Αλίκη δεν αντέχω άλλο» δήλωσε η Ιοκάστη.
Πονάω παντου, σε όλο μου το κορμί.
Δεν ξεκουράζομαι ποτέ.
Δεν ηρεμώ ποτέ.
Ξυπνάω το πρωί και είμαι κουρασμένη.
Εχω κακή διάθεση, νιώθω ότι η ζωή μου είναι ένα συνεχές τρεχαλητό χωρίς καμμιά επιβράβευση, καμμιά χαρά, καμμιά αξιοπρεπή αμοιβή, καμμιά προοπτική».
Κοιτάχτηκαν με την Αλίκη.
Είχαν περίπου την ίδια ηλικία αλλά η ζωή τους διάφερε σημαντικά: και όσο αφορά την κούραση και οσο αφορά την ανασφάλεια, και όσον αφορά την ικανοποίηση.
Παρ´ όλα αυτά επικοινωνούσαν: ένιωθαν ότι καταλαβαίνει η μιά την άλλη.
«Μέχρι πότε θα το κάνω αυτό?, συνέχισε η Ιοκάστη.
Μέχρι ποιά ηλικία θα αντέχω?
Θα φτάσω στα πενήντα και θα τρέχω σερβίροντας φαγητά και ποτά με χαμόγελο σε δύστροπους κοιλαράδες και κακομαθημένα κωλόπαιδα ?»
Θα μένω με τον κάθε κακόμοιρο και κακοπληρωμένο σύντροφο σε ανήλικες τρύπες που δεν ζεις παρά μόνο αν είσαι αρουραίος η κατσαρίδα?
Δεν στο λεω για να με λυπηθείς.
Η Αλικη ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι .
Από μικρή ήταν ο τύπος της ευαίσθητης κοπέλας που θέλει να κατανοήσει σε βάθος αλλά και να βοηθάει τους ανθρώπους.
Και τον εαυτο της, φυσικά.
Για αυτό, εξ άλλου, έγινε ψυχολόγος.
….κατ αρχήν, για να κατανοήσει τους μηχανισμούς του ανθρώπινου ψυχισμού και , δευτερευόντως, για να χρησιμοποιήσει την γνώση αυτή ώστε να βοηθήσει τους ανθρώπους να ζήσουν μιά ζωή με λιγότερο πόνο και περισσότερη λειτουργικότητα.
Με περισσότερη αυτογνωσία και ικανοποίηση.
Να ξέρουν τι θέλουν και τι τους γίνεται.
Ωραίοι και φιλόδοξοι στόχοι, σκέφτηκε με πίκρα… αλλά, στην πραγματική ζωή, ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα.
Στην προσπάθεια της να μάθει θεραπευτικές τεχνικές, προσέγγισε διάφορα ψυχολογικά στρατόπεδα : στην αρχή έφαγε μερικά χρόνια προσπαθώντας να κάνει ψυχαναλυτική εκπαίδευση.
Έκανε ανάλυση ίδια, ξόδεψε ένα σωρό λεφτά, χρόνο και ενέργεια αλλά, τελικά, απογοητεύτηκε από διάφορους παράγοντες : γκουρού αυτοχρισμένοι και κρυφοαλαζονικοί, αυθαιρεσία των ιδεολογικών κατασκευών αλλά και των πρακτικών διαδικασιών.
Μετά έγινε θιασώτης -ή τουλάχιστον απέκτησε αρκετό ενδιαφέρον- για τον συμπεριφορισμό και την γνωσιακή ψυχοθεραπεία και μετά κατέληξε στην οικογενειακή θεραπεία - ή συστημική θεραπεία όπως λένε- που περισσότερο εστιάζει στις σχέσεις των ατόμων μέσα σε ένα σύστημα όπως το ζευγάρι, η οικογένεια ή μιά ομάδα.
Και τώρα είχε μπροστά της τα προβλήματα της πραγματικής ζωής: την Γιώτα, μιά ταλαιπωρημένη νέα γυναίκα, στην ηλικία της, που υφίσταται την εργασιακή εκμετάλλευση και κακοποίηση.
Με κύριο αίτιο την φτώχεια.
Την φτώχεια σε λεφτά που καταλήγει και φτώχεια σε ευκαιρίες, σε προοπτική, ακόμα και σε σχέσεις.
Διότι και οι σωστές συναισθηματικές σχέσεις, θέλουν ενέργεια και χρόνο.
Αν εξοντώνεσαι στην δουλειά, δεν έχεις χρόνο και ενέργεια για τίποτε άλλο.
Δυστυχώς δεν οφείλονται όλα στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και την καθήλωση στο στοματικό στάδιο, σκέφτηκε αυτοσαρκαζόμενη για τις απλοϊκές ερμηνείες που η ίδια η Αλίκη έδινε στην διάρκεια της ψυχαναλυτικής της εκπαίδευσης.
Έριξε το βλέμμα της στην Γιώτα.
Την συμπαθούσε και την πονούσε για την άτυχη ζωή της:
ήταν από μια φτωχή, οικονομικά και μορφωτικά, οικογένεια της επαρχίας.
Και μόνο το γεγονός ότι κατάφερε και μπήκε και σπούδασε στα ΤΕΙ Διοίκησης Μονάδων Υγείας, ήταν αξιέπαινη.
Ήταν η πρώτη που σπούδασε στην ευρύτερη οικογένειά της.
Και αντί η κοινωνία και η πολιτεία να την επιβραβεύσει για την προσπάθειά της και να της δώσει μια ευκαιρία περαιτέρω εξέλιξης σε αυτό που σπούδασε διορίζοντας την σε ένα επαρχιακό νοσοκομείο, διόριζε ένα κάρο άχρηστους και άσχετους.
Αυτοί οι οποίοι είχαν σπουδάσει κάτι σχετικά με την Διοίκηση των νοσοκομείων, γινόταν σερβιτόροι.
Ωραία όλα αυτά σκεφτόταν η Αλίκη…
«Προφανώς η κοινωνία είναι άδικη και δεν δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους.
Αλλά, δεν υπάρχει και η ατομική ευθύνη;
Δηλαδή δεν φέρει ο καθένας μας ευθύνη για τις αποφάσεις που παίρνει στη ζωή του;
Η Γιώτα - για παράδειγμα- έπρεπε να πάει να βρει αυτόν τον άχρηστο σύντροφο;
Ο Τάκης δεν ήταν μία τροχοπέδη -αν όχι μιά οπισθοδρόμηση- στην περαιτέρω εξέλιξη της Γιώτας;
Μήπως λοιπόν και η Γιώτα είχε μια εσωτερική ανάγκη να βρει κάποιον κατώτερο ή κάποιον προβληματικό να φροντίζει και να το παίζει μανούλα του;
Αυτό όμως δεν ήταν μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά;»
Η Αλικη είχε μνήμη ελέφαντα και από την φύση της αλλά και την είχε ασκήσει.
Της ήταν απαραίτητη στην δουλειά της.
Άρχισε να έχει ενοχές μετά απο αυτές τις σκέψεις.
Ένιωσε ένοχη γιατί έπιασε τον εαυτό της να αγνοεί το κοινωνικό πρόβλημα, δηλαδή την φτώχεια και την εργασιακή εκμετάλλευση της Γιώτας, και να φορτώνει όλη την ευθύνη σε αυτήν:
το άτομο φταίει για την μοίρα του με τις κακές του αποφάσεις…δεν φταίνει η φτώχεια και η κοινωνική και εργασιακή ασυδοσία.
«Δεξιά προσέγγιση, Αλίκη» σκέφτηκε.
«είναι πολυ βολική για το κοιωνικό και οικονομικό σύστημα η ψυχολογικοποίηση των κοινωνικών προβλημάτων»
Η Αλίκη δεν ήταν αριστερή αλλά δεν ήταν και δεξιά: είχε κοινωνικές ευαισθησίες.
«Πρέπει να μάθω να διαχειρίζομαι τις ενοχές μου», σκέφτηκε.
Αλλά, από τα πολλά διαβάσματά της της ξεπεταγόταν στην μνήμη ολόκληρες φράσεις, σχετικές με την ψυχολογική της κατάσταση.
Ήταν και θρησκευόμενη.
Είχε ένα σεβασμό για την θρησκεία χωρίς να επιμένει στους τύπους.
«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·
ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν»,
((Μη κατακρίνετε και μη καταδικάζετε τον πλησίον σας για να μη κατακριθείτε και σεις από τον Θεό .
Διότι με την σκληρή και αυστηρή κρίση, που κατακρίνετε, θα κατακριθήτε και με το ίδιο μέτρο που κρίνετε τις πράξεις του άλλου… θα μετρηθεί από τον Θεό και η δική σας ζωή και συμπεριφορά).
Μα αυτή είναι η δουλειά μου , σκέφτηκε η Αλίκη:
«κρίση και κατανόηση αλλά χωρίς επίκριση».
«Πρέπει να το προσέξω αυτό το θέμα… αν φτάσω να κατηγορώ τους άρρωστους για την τύχη τους, το έχω χάσει το παιχνίδι.
Χώρια που πρέπει να πολεμήσω και να περιορίσω και την δική μου αλαζονεία.
«Πρέπει να πάψω να παίζω την επιτυχημένη που διδάσκει κανόνες επιτυχίας»
«Τι μπορεί να προσφέρει ψυχοθεραπευτικά ένα επηρμένο και αλαζονικό άτομο;»
Κοίταξε την Γιώτα και πάλι.
Πρόσεξε την έκφραση πόνου και αγωνίας που είχε στο πρόσωπο της.
Οι κρίσεις πανικού της Γιώτας, αντί να περιορίζονται, γινόταν πιο συχνές.
Βέβαια έφταιγε που είχε κόψει και το αντικαταθλιπτικό ο ψυχίατρος της ΦΑΝΑ: ήταν ήδη χρόνια που έπαιρνε αντικαταθλιπτική αγωγή για τις κρίσεις πανικού.
Είχαν συμφωνήσει με τον ψυχίατρο να διακοπεί η αγωγή για να γίνει προσπάθεια μόνο ψυχοθεραπευτικά.
Αλλά μόλις πέρασε λίγος καιρός από την διακοπή της θεραπείας, οι κρίσεις αυξήθηκαν… οπότε, τα πράγματα γινόταν πιο δύσκολα για την Αλίκη…. που έκανε το ψυχοθεραπευτικό κομμάτι της θεραπείας
«τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ οφθαλμώ δοκὸν, οὐ κατανοεῖς;»
Πετάχτηκε πάλι η φράση από το Ευαγγέλιο μπροστά στο μυαλό της Αλίκης.
(Γιατί βλέπεις το μικρό αχυράκι που υπάρχει στο μάτι του αδελφού σου, και δεν αισθάνεσαι το δοκάρι που είναι στο δικό σου μάτι?)
Η η Αλίκη ανησύχησε:
«…τι είδους «βλάβη» έχω να μου πετάγονται συνέχεια φράσεις από το υποσυνείδητο στο συνειδητό και να μου διαταράσσουν την ροή της σκέψης;
Μήπως είναι οργανική βλάβη του εγκεφάλου; Μήπως έχω κανένα όγκο στον κροταφικό λοβό?
Μήπως είναι μήνυμα αυτογνωσίας από τον Θεό?
Μήπως από το υποσυνείδητο που με προειδοποιεί?»
«ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου;»
( Και με τι δικαίωμα θα πεις στον αδελφό σου, άφησέ με να βγάλω το αχυράκι από το μάτι σου -να διορθώσω δηλαδή εγώ, σαν καλύτερος τάχα, το δικό σου σφάλμα- καθ' ον χρόνο υπάρχει στο μάτι σου ολόκληρο δοκάρι;)
Η Αλίκη ήταν επαγγελματίας της αυτογνωσίας και της διαχείρισης των ενοχών, και στον εαυτό της και στους άλλους.
«ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου».
«Συμφωνώ Γιώτα ότι οι συνθήκες στη ζωή σου αυξάνουν το άγχος και δημιουργούν συνθήκες μεγάλης πίεσης», είπε τελικά η Αλίκη.
Ήταν γεμάτη ενοχές η ίδια… αλλά, έκανε και μια προσπάθεια να αποφορτίσει λίγο τη Γιώτα.
…προσπάθησε να κάνει μια εισαγωγή για το επόμενο επιχείρημα της χωρίς να προκαλέσει έντονη αντίδραση:
«Το πρόβλημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μεταβάλουμε κάποιες συνθήκες της ζωής μας οι οποίες προκαλούν την αυξημένη πίεση…
…γιά παράδειγμα, εσύ τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που σου προκαλεί το περισσότερο άγχος; …το έχεις εντοπίσει;
Έχει σχέση με τη δουλειά σου; Με τη σχέση σου; Με τα οικονομικά σου;
Τι ακριβώς πιστεύεις;»
Σταμάτησε για λίγο γιά να δεί την έκφραση της Γιώτας και την εντύπωση που της έκαναν οι «προβοκατόρικες» ερωτήσεις της.
Ήταν κι αυτός ένας φτηνός αλλά καλός τρόπος να γλιτώνεις ως ψυχοθεραπευτής και να κερδίζεις χρόνο:
ρίχνεις την μπάλα στην εξέδρα, ρωτώντας τον ασθενή τι νομίζει αυτός για το Αλφα… και πως νιώθει αυτός για το Βήτα… και τι πιστεύει αυτός για το Ωμέγα.
Κάνεις και λίγο προκλητικές ή ενοχλητικές ερωτήσεις για να μετρήσεις αντιδράσεις.
Η Γιώτα έδειξε ενοχλημένη:
«αφού ξέρεις, Αλίκη, τις συνθήκες της ζωής μου!»
«Είναι φυσιολογικό να δουλεύω ασταμάτητα επί έξι μήνες , δώδεκα ώρες την ημέρα κουβαλώντας δίσκους;
Είναι φυσιολογικό ;
Είνσι φυσιολογικό να μένω σε μια τρύπα;
Είναι φυσιολογικό να κάθομαι έξι μήνες με 360€ τον μήνα επίδομα ανεργίας;
Είναι φυσιολογικό να μην ελπίζω σε ένα δικό μου σπίτι , σε μια σταθερή διαμονή, σε μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή;
Πες ότι τώρα βρίσκω τον ιδανικό σύζυγο και κάνω ένα δυό παιδιά: που θα μεγαλώσουν ;
Πότε στην Σαντορίνη, πότε στην Μύκονο και πότε στην Πάρο;
Σε ποιό σχολείο θα στεριώσουν; Σε ποιό σχολείο θα κάνουν φίλους; Ποιος θα τα προσέχει;
Ποιος θα τα πηγαίνει σχολείο, Αγγλικά και γυμναστήριο;
Εγώ?
…με αυτό το ωράριο?
Θα πρέπει να βρώ έναν πρίγκηπα με αρκετά λεφτά για να να μην εργάζομαι….υπάρχουν πράγματι πολλοί τέτοιοι;
…αλήθεια, εσύ με τόσα προσόντα, Αλίκη, έχεις βρει κάποιον καλό, να κάνεις οικογένεια;
Δεν είναι απλό.
Αφού το ξέρεις.
Σωματικά και ψυχικά είμαι κουρέλι.
Και δεν ευθύνομαι προσωπικά: φταίνε οι γενικότερες συνθήκες».
Η Αλίκη ένιωσε να αυξάνουν οι ενοχές της.
Το πρόβλημα είναι ότι, εκτός από τις ενοχές ,την βασάνιζε και ένα αίσθημα αδυναμίας: καταλάβαινε ότι ο ρόλος της ως ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, ήταν ένας πολύ αδύναμος ρόλος, ένας ρόλος με περιορισμένες δυνατότητες.
Οι κρίσεις πανικού της Γιώτας, δεν οφείλονταν μόνο σε μιά πιθανή οργανική προδιάθεση αλλά και στις πιεστικές συνθήκες και στο αίσθημα αδιεξόδου που βίωνε.
«Αν η Γιώτα , σύμφωνα με το πτυχίο της ήταν υπάλληλος σε ενα νοσοκομείο με ένα σίγουρο μισθό, άνετο οκτάωρο , άδειες και εξέλιξη, πιθανόν να μην είχε κρίσεις πανικού.
Αλήθεια, έχει γίνει καμμιά εργασία που να συγκρίνει την συχνότητα των κρίσεων πανικού ανάλογα με το επάγγελμα?»
…σκέφτηκε η Αλίκη σε μιά κρίση ενοχής.
Και βρέθηκε τώρα να κάνει το δεκανίκι του συστήματος:
να μπαλώνει ψυχολογικά την εργαζόμενη που κακοποιείται από τον εργοδότη της αλλά και από την πολιτεία που κάνει τα στραβά μάτια στους ασύδοτους εργοδότες.
Που είναι ο κανόνας.
«Είμαι ένα δεκανίκι του ξενοδόχου: πρέπει να στηλώσω στα τρεμάμενα πόδια της την Γιώτα για να μπορέσει να βγάλει χαμογελαστή το δωδεκάωρο», σκέφτηκε.
«Αυτά ονειρευόμουν στην διάρκεια των σπουδών μου?»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου