ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ 1,2,3,4

 ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ  1,2,3,4




Ο ΓΙΩΡΓΗΣ


Ο Γιώργος (Γιώργης), είναι 29 χρονών μαντράχαλος που τέλειωσε οικονομικά στο ΠΑΠΕΙ και έκτοτε μάλλον τεμπελιάζει, περιφρονώντας τις χαμηλά αμοιβόμενες δουλειές που του προσφέρονται.

Με ένα συνδυασμό μεγαλομανίας, ναρκισσισμού και τεμπελιάς, είναι σχεδόν αυτοκαταστροφικός: 

έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δηλαδή  νιώθει πως είναι κάποιος "σπέσιαλ τύπος" που φυσικά του αξίζει "κάτι καλό" .

Το να συμβιβαστεί με χαμαλοδουλιές, με φτωχομεροκάματα, δουλειές  με ταπεινό  ίματζ, του είναι αφόρητο.

Και οι γονείς του συμφωνούν: τον μεγάλωσαν με προσοχή, αγάπη και σεβασμό... είναι ο πολύτιμος κανακάρης τους και πάντα προσπαθούν να του δώσουν το καλύτερο.

Τώρα...πως στο διάολο  "γύρισαν τα πράματα" και κατέληξε σε σκατοδουλειές του πεντακοσάρικου, είναι άγνωστο.

Σημασία έχει ότι έναν "τέτοιον συμβιβασμό" δεν μπορεί να τον κάνει: 

θα ήταν καταστροφή όχι μόνο για την εικόνα του σε φίλους, γνωστούς και συγγενείς  αλλά και για την αυτοεκτίμησή του.

Ο γιατρός πατέρας του, όπως λέει ο Γιώργος,  "βασικά είναι καλό αθρωπάκι" που ταλαιπωρήθηκε πολλά χρόνια με την Ιατρική μέχρι  να βγάλει "καλούτσικο μεροκάματο".

Καλός, ήσυχος άνθρωπος, αν και καταπιεστικός καμμιά φορά: 

επιμένει στην ιδέα ότι ο Γιώργος πρέπει και - μπορεί -να κάνει "καριέρα".

Του αρέσουν οι συγκρίσεις:

 ....σου λέει, "άν εγώ έγινα απο την παράγκα γιατρός, τι μπορεις γίνεις εσύ που ξεκινάς από μεζονέτα"?

«Μαλακισμένες ιδεοληψίες της εποχής του, φυσικά...τότε που όλοι πείναγαν και αγωνίζονταν απελπισμένα για κοινωνική άνοδο και οικονομική ευμάρεια.

Μέχρι εκεί έφτανε το μικροαστικό μυαλουδάκι τους: 

δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις στρεβλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο καπιταλιστικό μοντέλο με την επικράτηση ολιγοπωλιακών πρακτικών από τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και την διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

Ελεύθερος ανταγωνισμός, ποιοτικά προιόντα, αξιοκρατική ανέλιξη και λοιπές μαλακίες.

Αφού ρε είναι στημένη η τράπουλα: άλλοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την οικονομική ζωή με την προώθηση των κατάλληλων υπηρετών του συστήματος».

Αυτά συζητούσε ο Γιώργος με τους κολλητούς του "στο στέκι", στα Εξάρχεια, και η αλογοουρά του μάκραινε αντίστοιχα με την εμβάθυνση του προβληματισμού του για τις εκμεταλλευτικές σχέσεις.

Κάποια στιγμή  έπιασε για δυό μήνες δουλειά σε μιά μεταλλουργία γιά να έχει ιστορικό σαν βιομηχανικός εργάτης: 

βέβαια δεν άντεξε πάνω από δύο μήνες, αλλά έκτοτε αναφερόταν συχνά και περήφανα στην προϋπηρεσία του σαν "εργάτης σε βαριά βιομηχανία" .

Τότε  αποφάσισε να τροποποιήσει το όνομα του από Γιώργος σε Γιώργης,  κατά το αντίστοιχο όνομα του Γιώργη Σιάντου, του παλιού γραμματέα του ΚΚΕ.

Ο πατέρας του ο Γιατρός, από την μιά αντιδρούσε , από την άλλη τον καμάρωνε: 

ήταν της γενιάς του Πολυτεχνείου.

Αντιδρούσε όμως με το καθησιό και την ιδεολογικοποίηση της ξάπλας:

"Γιώργο μου, έχεις δίκιο για τον καπιταλισμό και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις.

Και... ναί, συμφωνώ, η τράπουλα είναι σε σημαντικό βαθμό, σημαδεμένη.

Στις ανώτατες πολιτικές, διοικητικές και άλλες θέσεις προωθούνται οι άνθρωποι του συστήματος.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει καθόλου χώρος γιά τους υπόλοιπους... και πως απλά δεν τους μένει τίποτε άλλο να κάνουν από το να το ρίξουν στην κουβέντα και την ξάπλα".

Αυτά έλεγες στον Γιώργο, ο πατερούλης του ο γιατρός, ο παλιός αγνός αριστερός.

Όσπου πέθανε ξαφνικά ο γιατρός.... και ο Γιώργος, ο ψιλοαραχτός κουλτουροεπαναστάτης,  έμεινε στον άσσο.

Οι καταθέσεις του μακαρίτη φαγώθηκαν από την εφορία κληρονομιών γιά την κληρονομιά της ακίνητης περιουσίας,  γιά λοιπές υποχρεώσεις προς τρίτους, για δάνεια αλλά και από το τεμπελίκι του Γιώργου για κάνα-δυό   χρόνια -και βάλε- μετά το θάνατο του γέρου.

Όταν έσφιξε η πείνα, ο  Γιώργος άρχισε να προσπαθεί να βρει καμιά άκρη από τις γνωριμίες του γέρου: κάτι παλιοί αριστεροί και παλιοί  πασόκοι  μπαρμπάδες -αδελφοί του γιατρού- είχαν πλέον πιάσει κάποιες θεσούλες εξουσίας.

Μεσολάβησαν λοιπόν οι  μπαρμπάδες και τσουπ! ...νάτος  ο Γιώργος διοικητικό στέλεχος στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ο Γιώργος δεν την έκοψε την αλογουρά.

Φορούσε το ίδιο φθαρμένο, χιλιοφορεμένο και χιλιοτρυπημένο  τζήν -όπως παλιά- αλλά έβαζε από πάνω ένα καλούτσικο πουκάμισο που, σε συνδυασμό με τις ψιλοβρώμικες ελβιέλες χωρίς κορδόνια,  έστελναν αντιφατικά μηνύματα σε όποιον τον έβλεπε:  απ´ την μέση και πάνω είχε ενδυμασία γραφείου και απ´ την μέση και κάτω  ...σνόμπαρε φορώντας κουρελαρία.

Κουρελαρία  η οποία όμως έδενε αρμονικά με την αλογοουρά.

Άρα, υπήρχε μιά παράξενη στυλιστική ισορροπία, πρέπει να το παραδεχτώ.

Ο Γιώργος-Γιώργης, δεν ήταν ευχαριστημένος τουλάχιστον στην αρχή: 

ο μισθός του ήτανε 800 € που σημαίνει ότι έπρεπε να κόψει ακόμα και τον καφέ στην καφετέρια για να μπορέσει να επιβιώσει.

Αυτός που έπινε φραπέδες, ολημερίς... και ολονυχτίς,  σουβλάκια και μπύρες -όσο ήταν άνεργος- κατάντησε να κάνει  οικονομία και στην τυρόπιτα, ως εργαζόμενος διοικητικός υπάλληλος.

Το πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να κόψει και τους μπάφους, που επισης κόστιζαν.

"Γενικά μιά μιζέρια, ρε γιατρέ", μου είπε κάποια μέρα που με επισκέφθηκε γιά πονοκεφάλους, "αυχενικό συνδρομο" και κρίσεις πανικού.

Σκέφτηκα κάτι ανάρμοστο να του πω: πως είναι τεμπέλης και ψιλοάχρηστος κα άρα μάλλον δεν θά πρεπε να παραπονιέται , αλλά το μετάνιωσα.

Ξέρω πως ουδείς σώζεται μόνο με καλές συμβουλές...άρα το απέφυγα.

(Μην εμπλακώ και σε τζάμπα αντιπαράθεση και μου ανέβει η πίεση...δεν συμφέρει…).

«Συμφωνώ με την μιζέρια στο σύγχρονο καπιταλιστικό  πλαίσιο και στην δεδομένη συγκυρία», είπα θέλοντας να τελειώνω σύντομα.

«Αλλά η προσπάθεια δεν πρέπει να σταματάει και το κλίμα να μας καταβάλλει», είπα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου για να δώσω έμφαση.

Η αλήθεια είναι πως όλο και πιο δύσκολα επιβιώνει ένας γιατρός στις μέρες μας.

Είτε ως πατέρας του Γιώργη, είτε ως θεραπευτής του.




Η ΒΙΚΥ


Βασιλική ήταν το βαφτιστικό της αλλά αργότερα το έκανε Βίκυ και πολύ αργότερα το έκανε Βίβιαν, όταν κατάφερε να γίνει μέλος σε κυριλέ κύκλους.

Και η Βίκυ, όπως και ο Γιώργης, ήταν 29 ετών. 

Ξεκίνησε την ιατρική στην Βάρνα της Βουλγαρίας ,στα 19 της, όταν απέτυχε στις πανελλαδικές εξετάσεις. 

Ήταν μέτρια μαθήτρια αλλά όμορφη, δημοφιλής και με επιτυχίες στα αγόρια.

Αφού έκατσε στη Βουλγαρία ένα -δυό χρόνια, με μέσο του Πασόκου πατέρα της έκανε μεταγραφή στο πανεπιστήμιο της Αθήνας όπου συνέχισε κανονικά χωρίς να χάσει χρονιά.

Αν και ποτέ δεν ήταν ο τύπος της  σπασίκλως  και φιλομαθούς νέας, δεν ήταν άχρηστη: όταν ήθελε, έβαζε τον κώλο της κάτω και διάβαζε.

Ουδέποτε βέβαια η πρώτη προτεραιότητα ήταν  τα μαθήματα και η επιστήμη: η ιατρική δεν ήταν  στα μάτια της παρά ένα εντυπωσιακό επάγγελμα με το οποίο μπορούσε να βγάλει λεφτά, να αποκτήσει κοινωνική αίγλη και να της ανοίξουν  πόρτες γιά να ανεβεί τουλάχιστον δυό ή τρεις κοινωνικές τάξεις παραπάνω από αυτήν που ξεκίνησε.

Διότι η μικροαστική κοινωνική της τάξη -την οποία έφερε βαρέως- της έπεφτε πολύ λίγη: ο πατέρας της ήταν υπάλληλος προνομιούχου ΔΕΚΟ -απόφοιτος εξατάξιου γυμνασίου και τεχνικής σχολής- και η μητέρα της επίσης κατώτερη δημόσια υπάλληλος.

Οι γονείς της είχαν καταφέρει να χτίσουν ένα καλούτσικο σπίτι σε ένα κληρονομημένο οικόπεδο που είχαν κληρονομήσει στα Λιόσια τα οποία η Βίκυ αποκαλούσε σταθερά, "Ίλιον".




 ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ 


ΑΛΙΚΗ


Της το ´χαν πει  της Αλίκης Κ. πως το όνομα Αλίκη δεν ταιριάζει σε μιά σοβαρή ψυχολόγο.

 ...ψυχολόγος «Αλίκη»!  

...το ακούς και κάνεις ένα κάρο ανόητους συνειρμούς: 

η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων, η Αλίκη στο ναυτικό  κοκ.

Ήταν μιά συμπαθητική και όμορφη νέα γυναίκα γύρω στα 35-36 που θα μπορούσε να ήταν αρκετά  σέξυ, αν έκανε λιγότερο περίπλοκες σκέψεις και είχε κάπως  περισσότερη πονηριά.

Δυστυχώς γι’ αυτήν, γεννήθηκε με αρκετό μυαλό. 

Μυαλό που έθετε συνεχώς ερωτήματα και που προσπαθούσε να τους βρεί ορθολογικές απαντήσεις. 

Και λέω «δυστυχώς» γιατί μια τέτοια γυναίκα, αν και όμορφη, επειδή σκέφτεται συνεχώς, πολύ,  και σοβαρά, δεν είναι σέξυ.

Δεν γινόταν  ελκυστική… καθώς δεν καταδεχόταν  να γίνει χειριστική:

μόνο μιά χειριστική και πονηρή γυναίκα μπορεί να κουμαντάρει τα συνήθη αρσενικά.

Τα ανασφαλή αρσενικά με τον φουσκωμένο εγωισμό και τον περίσσιο ναρκισσισμό.

Σαν ασκημένη επιστήμονας, είχε ένα θετικό, καθαρό μυαλό. 

Εκείνο το πρωί όμως, δεν ήταν καθαρό.

Είχε ξυπνήσει  κακόκεφη,  όπως συχνά συνέβαινε τον τελευταίο καιρό.

Ο πολύς  κοσμάκης,  πιστεύει πως οι ψυχολόγοι είναι άτρωτοι. Νομίζουν -οι περισσότεροι- ότι οι ψυχολόγοι δεν έχουν ψυχολογικά προβλήματα. 

Ουδέν ψευδέστερον τούτου. 

Οι ψυχολόγοι, έγιναν ψυχολόγοι, επειδή ΕΧΟΥΝ ψυχολογικά προβλήματα .

Ή μάλλον, είχαν αρκετά στην εφηβεία τους: 

διάλεξαν σπουδές ψυχολογίας, ελπίζοντας να τα επιλύσουν μέσω της γνώσης των ψυχικών λειτουργιών.

Η γνώση  των ψυχικών λειτουργιών, όμως,  σπανίως βοηθάει στην επίλυση των ψυχολογικών προβλημάτων. 

Ισως, μερικές φορές, να μπορεί να τα βελτιώσει. 

Η Αλίκη είχε περάσει μια μάλλον δύσκολη εφηβεία… μέσα σε μια οικογένεια με αρκετά προβλήματα στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της,  αλλά, με το  δυνατό μυαλό που είχε, την εργατικότητα, την επιμέλεια   της και την εμπειρία ζωής που μπόρεσε να αποκτήσει στο μεταξύ,  κατάφερε να ασκήσει  και να ισορροπήσει πνεύμα και ψυχή.

Η Αλίκη εκείνη την ημέρα ήταν κακόκεφη καθώς  τον τελευταίο καιρό συνειδητοποιούσε επώδυνα ότι μεγάλωνε  χωρίς να έχει καταφέρει να οικοδομήσει μέχρι τώρα μια ικανοποιητική συναισθηματική σχέση με διάρκεια. 

Αυτό δηλαδή για το οποίο συμβούλευε τους πελάτες της, ήταν αυτό που δεν μπορούσε να καταφέρει  η ίδια. 

Θα μου πείτε τώρα,  ένας γιατρός που έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι ανίκανος να θεραπεύει κάποιους άλλους ρευματοπαθείς?

Προφανώς μπορεί. 

Μάλλον μπορεί.

Προφανώς δεν αποκλείει το ένα το άλλο.

Έτσι παρηγοριόταν η Αλίκη, με αυτές τις σκέψεις, αν και όχι πλήρως ικανοποιητικές… για την ίδια.

Το πρωινό εκείνο η Αλίκη ήταν κακόκεφη και για έναν άλλο λόγο: 

το τελευταίο φλερτ που είχε με κάποιον  άνδρα, τον Χρίστο, ενώ είχε ξεκινήσει με αρκετό ενθουσιασμό και ελπίδα, άρχιζε να χάνει την λάμψη του.


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ)


Ο Χρίστος -από το Χριστόφορος- ήταν αρκετά μέσα στις προδιαγραφές της Αλίκης.

Σαραντάρης, ανύπαντρος, μορφωμένος, καλλιεργημένος και ευγενικός.

Με μιά καλή και ενδιαφέρουσα δουλειά.

Κομπιουτεράς του ΕΜΠ (τμήμα πολιτικών μηχανικών αρχικά και μετά  μηχανικών ηλεκτρονικών υπολογιστών) , μιά δύσκολη στην εισαγωγή και απαιτητική σχολή, ήταν(?) εγγύηση για ένα χαρακτήρα θετικό, ορθολογικό, οξυδερκή, επιμελή, εργατικό.

Αλλά και πεισματάρη αρκετά, ώστε να κάτσει τον κώλο του να διαβάσει και να χωθεί στην δύσκολη σχολή του Πολυτεχνείου.

 Όντας ανήσυχος και μελετηρός, είχε κάνει και ένα MBA εξ αποστάσεως σε βρεταννικό πανεπιστήμιο.

Τελικά ίδρυσε μαζι με κάποιους άλλους μια εταιρεία εφαρμογής πληροφορικών συστημάτων στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο τομέα.

Στο δημόσιο ήταν τα πιό εύκολα και χοντρά λεφτά.

 Τώρα είχε πάρει μια δουλειά μηχανοργάνωσης σε νοσοκομείο του Αιγαίου.

Στο διάσημο για τον τουρισμό του, Μαυρονήσι, ή απλά, Νησί.

Ήταν τεχνοκράτης ο Χρίστος, αλλά ήταν και συναισθηματικός.

Είχε μυαλό , οκ…αλλά είχε και καρδιά: δεν ήταν ο απλός,  τυπικός «φύτουλας».

Ήταν  αρκετά ρομαντικός και καλλιεργημένος: 

εκτός από την ακαδημαική μόρφωση του Πολυτεχνείου είχε και μιά γενικότερη καλλιέργεια.

Του άρεσε η λογοτεχνία…

…η πεζογραφία και η ποίηση.

Στην Αλίκη επίσης άρεσε η ποίηση... και η μοντέρνα και η πιό παραδοσιακή .

Σαν καλλιεργημένη και ευαίσθητη κοπέλα, αλλά και σαν επαγγελματίας ψυχολόγος,  εκτιμούσε τις λέξεις. 

Ο λόγος ήταν το εργαλείο της.

Οι λέξεις που επιλέγουν οι άνθρωποι  για να εκφραστούν, ιδίως συναισθηματικά, έχουν  ψυχολογικό υπόβαθρο.

Ο τρόπος ομιλίας μπορεί να αποκαλύψει κρυμμένα ψυχολογικά λαβράκια.



ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΙΝΓΚ ΠΟΝΓΚ


Είχαν ξεκινήσει λοιπόν να στέλνουν ποιητικά μηνύματα.

Συνήθως, όχι δικά τους ποιήματα, αλλά επιλεγμένους στίχους γνωστών ποιητών: ήταν ένα ευχάριστο διανοητικό πινγκ πόνγκ αλλά και  ένας έμμεσος τρόπος της Αλίκης γιά να τον τσεκάρει.

Ψυχολογικά κόλπα.

Θυμόταν  ευχαριστημένη που, στα γενέθλιά της , θέλοντας να την κολακέψει για την «δροσερή ομορφιά της», της έστειλε στίχους τον Ερωτόκριτο:



Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,

          και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.

     Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη

          πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.

     Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          

          οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.

     Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,

          και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.

     Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          

          ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.


Γατόνι ο τύπος.

Συζητούσαν συχνά για Έρωτα, Φιλία, σχέσεις.

Όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι με ζωηρές ερωτικές ανάγκες.

Ένα επόμενο μήνυμά του που αναφερόταν στον Έρωτα, την Φιλία και τις θαυμαστές ενέργειες αλλά και δυσάρεστες παρενέργειές τους, ήταν έπίσης από τον Ερωτόκριτο:


Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,

          και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·

     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,

          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·

     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           

          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·

     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,

          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν...


Η Αλίκη εκτίμησε την γνώση του Ερωτόκριτου από τον Χρίστο: 

δεν είναι σύνηθες οι νέοι άνδρες να διαβάζουν ποίηση του 16ου αιώνα και να αντιλαμβάνονται την χάρη και την δροσιά της γλώσσας της εποχής εκείνης.

Ενθουσιάστηκε και απάντησε και αντίστοιχα στιχάκια από δημοτικά τραγούδια που επίσης είχε σε μεγάλη εκτίμηση.

Και τότε, ο Χρίστος/Χριστόφορος, αποκάλυψε και αυτός το ψώνιο του με το δημοτικό τραγούδι : 

το αγαπούσε μεν αλλά και το διακωμωδούσε δε…

Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού τον βόλευε να κάνει κωμικές διασκευές σε γνωστά δημοτικά τραγούδια: 

έπαιρνε ένα ποιητικό διαμάντι και το κακοποιούσε κάνοντάς το ένα σατυρικό στιχούργημα.

Της έστειλε μερικά και η Αλίκη ενοχλήθηκε κάπως: 

σαν να πάρεις θαυμάσια φυσικά υλικά και να τα μαγειρέψεις  μέ ένα κάρο φτηνή σάλτσα, μαγιονέζα  και κέτσαπ.

Γλυκά θα είναι και πικάντικα...αλλά θα έχουν διατηρήσει την αρχική, υπέροχη, φυσική γεύση τους?

Μάλλον όχι.

Αυτά σκεφτόταν η Αλίκη… όσπου, μιά μέρα,  όταν συζητούσαν για το θέμα της μοιχείας και πως οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά ως μοιχοί, ή θύματα μοιχείας, έγινε κάτι στραβό: 

…αναπάντεχα, της έστειλε ένα τέτοιο κακοποιημένο δημοτικό τραγούδι τροποποιημένο σε κακόγουστο  άθλιο ποίημα.

 Αναφερόταν  σε αυτό το θέμα: 

…για το πως οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται μέσα από τον τρομακτικό θυμό που τους προκαλεί η ερωτική εξαπάτηση.

Ήταν  ένα γνωστό δημοτικό για τον προεπαναστατικό ήρωα , τον οπλαρχηγό Κατσαντώνη που εξοντώθηκε με μπαμπεσιά.

Έναν θαυμάσιο ποίημα, για έναν λαικό θρύλο.

Ένα ωραίο δημοτικό… που το είχε  ξεσκίσει ο Χριστόφορος:

στην θέση του ήρωα  είχε  βάλει έναν απατημένο σύζυγο(!) η εραστή(!) που ενώ το έπαιζε κυριλές και αριστοκράτης, η μοιχεία  της συντρόφου του ανέδειξε τον χειρότερο εαυτό του: 

έναν εγωίσταρο και χυδαίο καράβλαχο.


Το ποίημα  ήταν το εξής:



«Μοιχείας συνέπειαι».


Βαστάτε Τούρκοι τ´ άλογα , λίγο να ξανασάνω

με γέλασε η άτιμη και πρέπει να την κάνω

να χαιρετίσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες

να  βρω την ησυχία μου, λίγο να ξαποστάνω

εγώ σας έχω μαρτυριά, εσείς το μολογάτε

πως ήμουν  πάντα  κύριος, λεβέντης , κάπως τσίφτης

μαλάκας λίγο,  βέβαια, και να με συμπαθάτε

μα πάντα κύριος σωστός, ποτέ τσανακλογλύφτης

…εμπρός! ομολογείστε το! …το φταίξιμο δικό της

το άδειο το κεφάλι της, μηδέν ακεραιότης

ρε άι σιχτίρ, μας τα πρηξε η παλιοπατσαβούρα

κύριος γώ, πάντα ήμουνα, «αριστοκρατικότης»

χαμούρα, χαζοπούτανο, ρε άντε και κατούρα!


Η Αλίκη έμεινε ξερή.

Ξενέρωσε τελείως.

Δεν της έστειλε το ορίτζιναλ δημοτικό αλλά έψαξε και το βρήκε: 

ήταν ένα θαυμάσιο ποίημα:


Του Κατσαντώνη



Βαστάτε ,Τούρκοι, τ' άλογα, λίγου να ξανασάνω

να χαιρετίσω τα βουνά κι τις ψηλές ραχούλες,

να χαιρετίσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες.

Και σεις Τζουμέρκα κι Αγραφα παλικαριών λημέρια,

εγώ σας έχω μαρτυριά, εσείς να μολογάτε

τους Τούρκους πως πολέμαγα και πάντα τους νικούσα.

Ν' αφήσω διάτα στα παιδιά, σ' αυτόν το Λεπενιώτη,

φωτιά να βάλει στ' Αγραφα, σ' αυτό το Μοναστήρι,

να κάψει τον καλόγηρο που πρόδωσε εμένα".



ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΑΛΙΚΗΣ


 Ώστε έτσι λοιπόν...ένα υπέροχο ποίημα πάνω σε ένα ήρωα που πεθαίνει και αφήνει τις τελευταίες εντολές  του για συνέχιση του αγώνα για την ελευθερία, γίνεται μια καρικατούρα πάνω σε ένα απατημένο σύζυγο.

Πόση ευαισθησία αναδεικνύει αυτό?

Ένα χάλι.

Της χάλασε τελείως η διάθεση.

Μόνο ένας ανόητος, ένας ανώριμος, κάποιος με επιπόλαιη  σκέψη και ρηχό συναίσθημα, θα μπορούσε να γράψει μιά τέτοια μαλακία.

Σαν ψυχολόγος, είχε μάθει να ψαρεύει πιθανά παθολογικά στοιχεία από τα λεγόμενα του άλλου: 

σκέψεις, συνειρμούς, ακόμη και σκέτες λέξεις.

«Γαμώτο...η επαγγελματική διαστροφή με έχει καταστρέψει…

…μονολογούσε η Αλίκη,  μουρμουρίζοντας.

Δεν ήξερε τί να κάνει...πως να το αντιμετωπίσει: 

μιά λύση θα ήταν να τον πετάξει, τον Χριστάκο, στα σκουπίδια:

…εδώ και τώρα,  με την μία.

 Να τον  κόψει μαχαίρι από την ζωή της, χωρίς πολλές δικαιολογίες- και συζητήσεις. 

Τον βάζεις στον πάγο, αδιαφορείς και ξενερώνει και αυτός.

Όλα καλά.

Μιά άλλη προσέγγιση θα ήταν να αδιαφορήσει για το γεγονός, να το παρακάμψει, να το ξεχάσει.

Να θεωρήσει ότι  ήταν  ένα μεμονωμένο,  ατυχές, γεγονός και, ότι ο άνθρωπος,  δικαιούται μιά δεύτερη, σοβαρή,  ευκαιρία. 

«Δεν είναι δυνατόν να πετάμε τους ανθρώπους στα σκουπίδια για ψύλλου πήδημα...είναι υγιές αυτό?» , μονολογούσε από μέσα της η Αλίκη με στυλ επαγγελματία ψυχολόγου που κάνει συμβουλευτική στον άλλο μισό  εαυτό της. 

΅Αλικάκι τον γουστάρεις τον Χριστάκο...είναι …παίδαρος και βρίσκεις δικαιολογίες,  έ?»

…συνέχισε αμέσως τον εσωτερικό μονόλογο, προχωρώντας σε μιά αυστηρή και κάπως χυδαία αυτοκριτική.

«Μαλακισμένη Αλίκη, θλιβερή σκατοξερόλα, κακογαμημένη μισογεροντοκόρη, ένα βήμα απέχεις από το ράφι!», συνέχισε.

«Πότε θα βάλεις μυαλό?»

…συνέχισε και πάλι στο ίδιο  μοτίβο, απευθυνόμενη στον άλλο, τον μεγαλοπιασμένο , δύστροπο και κακομαθημένο εαυτό της.

... «κρίνεις τους πάντες αυστηρά και αφ´ υψηλού λες και εσύ δεν έχεις κουσούρια, δεν λές μαλακίες... λες και ότι έχεις πεί στην ζωή σου  είναι εύστοχο και σοφό!»

Της είχε  σπάσει τα νεύρα αυτή η ιστορία.

Ο Χριστόφορος ήταν καλό παιδί και το ήξερε.

Παράλληλα είχε ακούσει, δει και διαχειριστεί τόση ανθρώπινη ψυχοπαθολογία, που δεν εμπιστευόταν εύκολα κανένα.

Κάθε φυσιολογικός, ήταν εν δυνάμει παθολογικός.

Κάθε μυρωδάτο και υπέροχο λιβάδι, είχε σε μιά ακρούλα του κρυμμένο και ένα μικρό σκατόλακκο.

«Αντε γαμήσου, Αλίκη!» , ξαναείπε στον εαυτό της.

Τον πήρε τηλέφωνο σε χαλαρό στυλ να πάνε κανένα κινηματογράφο.

Φυσικά διάλεξε μιά ταινία με υπόθεση μοιχείας.

Χαλαρή κυκλωτική κίνηση μέχρι να γίνει η θανατηφόρα σέντρα και να ξεβρακωθεί ο τερματοφύλακας.



ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥ


Ο Χρίστος ήταν όλο το πρωί κακόκεφος. 

Ήταν ένας σοβαρός και μυαλωμένος 40χρονος άνδρας που δούλευε σκληρά σαν κομπιουτεράς σε έταιρεία λογισμικού. 

Αν και είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στο ΕΜΠ , λόγω ύφεσης στον κατασκευαστικό κλάδο , κάτεληξε να ασχολείται με την πληροφορική.

Έκανε περαιτέρω σπουδές με ένα μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων και, με μπόλικη προσωπική δουλειά, κατάφερε να θεωρείται αξιόλογος στον κομπιουτεροκλάδο του.

Αα,  ναι: με την επιστήμη, το είχε .

Πάντα μάθαινε  γρήγορα, του έκοβε, είχε ικανότητα προσαρμογής. 

No problem,  εκεί.

Με τις γυναίκες, «το είχε», λιγότερο: 

εκεί τα πράγματα δεν ήταν αριθμοί και οι σκέψεις και αντιδράσεις της κάθε «γκόμενας»  ήταν εξατομικευμένες.

Και δυστυχώς, με μικρό ποσοστό σωστής προβλεψιμότητας.

Τα έκανες όλα σωστά στην αρχή μιάς γνωριμίας?...και όμως...μπορεί να  έτρωγες χλαπάτσα. 

Έκανες κάτι λάθος?... μπορεί να αποδεικνυόταν θαυματουργά αποτελεσματικό.

Χάος.

Η κατάσταση αυτή της γυναικείας αστάθειας περί την ερωτική συμπεριφορά, του δημιουργούσε ανασφάλεια: 

δεν ήταν ποτέ σίγουρος ότι φερόταν σωστά. 

Δεν φαινόταν ανασφαλής: απλά δεν είχε αυτήν την -αυθόρμητη και πηγαία- αρρενωπή ερωτική επιθετικότητα που αρέσει σε πολλές γυναίκες. 

Το ήξερε: τα ορίτζιναλ χαζοαρσενικά που δίνουν   το μήνυμα στις γυναίκες ότι τις γουστάρουν πολύ σαν θηλυκά και έρχονται σε στύση μόλις τις δούν, τις κολακεύουν πολύ.

Γιατί, εκτός από τις κουλτούρες και το αναπόφευκτα αδιέξοδα  του καπιταλισμού, τα πιό πολλά κορίτσια γουστάρουν ένα αγόρι που να τρελλαίνεται ερωτικά για αυτές... γιά το κορμί τους  και όχι για το μεταπτυχιακό τους.

Κατ´ αρχήν για το κορμί.

 Για τον λόγο αυτό ο Χρίστος, που δεν ήταν  τέτοιο αρσενικό, αρσενικό σε μόνιμη   στύση,  αλλά και επειδή  ήταν και ψιλοκουλτουριάρης, προτιμούσε  τις μορφωμένες και ευαίσθητες γυναίκες με πνευματικά ενδιαφέροντα και λιγότερο ναρκισσισμό.

Με τις άλλες,   που απλά το έπαιζαν ωραίες και μοιραίες , πού είχαν  οργώσει όλα τα μπουζουξίδικα της παραλίας  ή τα  κυριλέ κέντρα του Κολωνακίου και της Κηφισιάς , δεν το είχε.

Το ήξερε… και τις απέφευγε. 

Είχε ερωτευτεί κανα δυό τέτοιες στο παρελθόν… και του είχαν βγάλει το λάδι. 

Χοντρά.

Τώρα, τελευταία -γύρω στους τρεις μήνες- τα είχε με την Αλίκη. 

Η Αλίκη του άρεσε, είχε επίπεδο...και ήταν  σχεδόν συνομήλική του...τριανταέξι.

Μεγαλούτσικη κάπως γιά  τεκνοποιία...στο παρατσάκ να πιάσει τα φοβερά σαράντα.

Τα σαράντα-πλας…με τις πιθανές προκλιμακτηριακές νευρώσεις και τις εξωσωματικές γονιμοποιήσεις.

Η Αλίκη είχε επίπεδο, αλλά, όχι πολύ σεξ απήλ: είχε μυαλό και ευαισθησία… αλλά όχι την πουτανιά που σε εξιτάρει.

Ησουν καλός φίλος μαζί της:

έκανες συζητήσεις, έλεγες τα βάσανά σου και σε άκουγε με προσοχή.

Αυτό ήταν το επάγγελμά της,  άλλωστε.

Να ακούει.

Σκεφτόταν δυό και τρείς φορές ό,τι της έλεγες: 

…και αυτό επαγγελματικό ήταν. 

...αλλά σπαστικό: έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός μαζί της... γιατί αν έλεγες καμμιά μαλακία ή κάτι που δεν ήταν ταιριαστό με κάτι που είχες  πει παλιότερα, αρπαζόταν από κεί και σου άλλαζε τα φώτα στις διευκρινήσεις.

Και γιατί το λές αυτό, και πως το εννοείς εκείνο κλπ κλπ.

Σπαστική.

Ο Χρίστος αρπαζόταν από μιά ανάμνηση και φούντωνε μόνος του.

Το είχε αυτό το κουσούρι.

Άρχισε λοιπόν να θυμάται και να κάνει με την Αλίκη ένα φανταστικό διάλογο.

Ή μάλλον, μονόλογο. 

Άρχισε να της λέει  στην φαντασία του, αυτά που δεν της είπε μέχρι τώρα αλλά θα ήθελε να της πεί:

«Γάμησέ μας κυρά μου: λέμε και καμμιά μαλακία όπως μας κατέβει. 

Δεν κάνουμε συντακτική συνέλευση να διατυπώσουμε τα άρθρα του Συντάγματος.

Και μην σοβαρεύεις και  τόσο πολύ...πες και συ καμμιά μαλακία...καμμιά υπερβολή...ένα ψεμματάκι.

Πες μου «πόσο παιδαράς είμαι… πόσο ευχαριστιέσαι το σεξ μαζί μου. 

Πόσο σεξουαλικός τύπος είμαι...τόσο που δεν είχες ποτέ φανταστεί πως θα είμαι».

Χαχαχχααααα ναι ξέρω...τέτοιες μαλακίες δεν μπορείς να πείς.

Αμ αυτό είναι το πρόβλημά σου.

Μετά τον Τάκη τον μηχανόβιο που σε πήδηξε καλά στα δεκαεφτά σου, δεν έχεις ξανανιώσει έτσι. 

Επειδή σε πήδηξε καλά και μετά σε πέταξε στα σκουπίδια… για την Σούλα.

Παλιές ιστορίες πάθους....μπούρδες, φυσικά, και το ξέρεις.

Ο Τάκης είναι τώρα  σαραντατρία και δείχνει πενήντα και η Σούλα είναι μιά λαική χοντροκώλα ψευτοξανθιά, κακοπαθημένη  και τσαλαπατημένη.

Don’t cry over spilt milk , dear!

Βολέψου τώρα με τον Χρίστο /Χριστόφορο που είναι σαν και σένα...μιά απ´ τα ίδια: σπασικλάκι, κουλτουριάρης, ψιλοανασφαλής, προκομμένος, ορθολογικός.

Αλλά παίξε και τον ρόλο σου: 

βάλε πουτανιάρικα εσώρουχα, βάλε στριγκάκια και ας σε ενοχλούν στον κώλο.

«Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε, όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε....»

Σεφέρης…

 Ξενέρωτος, χοντρός, χαλβάς  ήταν και ο Σεφέρης… 

…αλλά έγραφε στην Μαρώ « θέλω να σε γαμήσω»

Καθόλου ποιητικό αλλά φουλ αποτελεσματικό.

Ακούς Αλικάκι?»

Αυτά ήθελε να πει…

…αλλά δεν τόλμησε.

Φυσικά, δεν μπορούσε να πεί  όλες αυτές τις μαλακίες… 

Ήταν σίγουρος ότι θα ήταν το τέλειο ξενέρωμα για την Αλίκη. 

Έπρεπε να παίξει το παιχνίδι κυριλέ και συντηρητικά. 

Δυστυχώς. 

Γαμώτο!

Κανείς δεν μπορεί να είναι ειλικρινής σε αυτό τον κόσμο,  εάν θέλει να προκόψει.



ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ -3


Εκείνο το πρωινό η Βίκυ δεν ήταν στα κέφια της.

Αν και , γενικά,  ήταν μια χαρούμενη κοπέλα -ή τουλάχιστον προσπαθούσε να  εμφανίζεται σαν χαρούμενη-  είχε την ικανότητα να παραδέχεται και να επεξεργάζεται τα αισθήματά της.

Έφτιαξε ένα καφέ, ελληνικό.

Ελληνικό και γιατί της άρεσε η μυρωδιά του και γιατί τον είχε  συνηθίσει και γιατί της έπεφτε καλύτερα στο στομάχι.

Αν και γενικά, απέφευγε να πίνει ελληνικό καφέ,  δημόσια, γιατί θεωρούσε ότι ήταν λίγο μπανάλ για μια νέα κοπέλα .

Στις καφετέριες,  έπινε καπουτσίνο ή γαλλικό.

Αφού λοιπόν έφτιαξε μια μεγάλη κούπα καφέ Λουμίδη, τον συνόδεψε με δύο-τρία μικρά κρουασανάκια και ένα πολύ μικρό κομματάκι γραβιέρα .

Και η γραβιέρα ήταν μπανάλ,  αλλά της άρεσε. 

…όταν  ήταν σε πολυτελή ξενοδοχεία -στα συνέδρια με τις φαρμακευτικές - εκεί, στο πρωινό,  συνήθως έπαιρνε καμαμπέρ.

Ρούφηξε μια μικρή γουλιά και η έντονη γεύση του Λουμίδη πλημμύρισε στο στόμα της,  ενώ η θαυμάσια μυρωδιά του χώθηκε μέσα στα ρουθούνια της, απολαυστικά. 

Μετά, δάγκωσε λίγο κρουασανάκι και πολύ λίγη γραβιέρα,  απολαμβάνοντας έτσι ηδονικά τις υπέροχες γεύσεις και των δύο.

Αυτές τις μικρές απολαύσεις στο πρωινό της είχε σε μεγάλη εκτίμηση η Βίκυ, γιατί έτσι ξεκινούσε καλά μία ακόμη μέρα αγώνα. 

Γιατί η ζωή, για την Βίκυ, ήταν ένας αγώνας στον οποίο έπρεπε να νικήσει. 

Να βγεί πρώτη.

Από μικρή, προσπαθούσε να είναι η καλή μαθήτρια και το καλό κορίτσι που καμάρωναν γι’ αυτό οι γονείς της. 

Αυτό,  γενικά ήταν  ένα πρόβλημα: η συνεχής προσπάθεια να είσαι αρεστός,  σου δημιουργεί μια ένταση, η  οποία, όταν γίνει συνήθεια, σε καθιστά ανίκανο να χαλαρώσεις.

Τελοσπάντων,  καλό θα ήταν να μη κάνει διάφορες αρνητικές σκέψεις  στη διάρκεια του καφέ, γιατί καταστρέφεται η τελετουργία.

Όλη η ζωή της,  ένας αγώνας… 

…δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, αποτυχία στις πανελλαδικές δύο φορές, προετοιμασία γιά Αγγλία….

…τελικά κατέληξε στη Βουλγαρία που ήτανε η πιο εύκολη και πιο προσιτή, οικονομικά, λύση.

Πέρασε δύσκολα εκεί και γενικά δεν ήθελε να τη θυμάται αυτή αυτή την περίοδο. 

Ούτε το πανεπιστήμιο,  ούτε τους συμφοιτητές της,  ούτε καναδυό  ηλίθιους δεσμούς που έκανε,  ούτε τους  εκμεταλλευτές και κομπλεξικούς καθηγητές.

Αλλά αυτά παθαίνεις όταν μπλέξεις με Βαλκάνιους: 

δυστυχώς ο συνδυασμός χοντροκομμένου Σλάβου και πρωτόγονου Βαλκάνιου, σχεδόν πάντα καταλήγει σε μιά χυδαία χωριατιά.

Αλλά καί οι συμφοιτητές της στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, που πήγε μετά, δεν την εντυπωσίασαν ιδιαίτερα.

Οι μισοί ήταν αλαζόνες σπασίκλες που την αντιμετώπισαν αφ´ υψηλού επειδή ήταν από μετεγγραφή εξωτερικού και οι άλλοι μισοί ήταν αριστεροί και αναρχοαυτόνομοι που την σνόμπαραν επειδή ήταν καλοντυμένη και περιποιημένη.

 Στην ΔΑΠ τα μέλη ήταν πιο στο στυλ της… αν και, στην ουσία, ή ίδια  ήταν Πασόκ και όχι ΝΔ.

Τουλάχιστον θεωρητικά: στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόταν, είχε απομυθοποιήσει την πολιτική.

Οι παπούδες της ήταν στο ΕΑΜ, ο πατέρας Πασόκος αν και επί χούντας  ευημέρησε: τότε διορίστηκε και πήρε και μερικές δουλειές..

….μαλακίες όλα… για αφελείς, σκεφτόταν η Βίκυ.

 ….η Βίκυ δεν ήταν  κουτή: ήταν έξυπνη , κυνική και αποφασισμένη να πάρει την ζωή της στα χέρια της.

Κανείς μαλάκας άντρας, θεωρία ή κόμμα, δεν θα την έκανε εργαλείο του.

Η Βίκυ δεν ήταν χωριάτισσα, δεν ήταν λαικάντζα. 

Είχε στυλ και καλό γούστο.

Οι μαλακισμένες της ΔΑΠ, από τα βόρεια προάστια, δεν ήταν καλύτερες από αυτήν.

Αν και  είχε μεγαλώσει στα Λιόσια, είχε μια εγγενή αριστοκρατικότητα. 

Μπορεί ο πατέρας και η μητέρα της να ήταν απλοί άνθρωποι,  χωρίς σπουδαία μόρφωση, μπορεί στο σχολείο οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριες να ήταν παιδιά τεχνιτών ή μικροαστών, όμως η ίδια ένιωθε ότι ανήκε κάπου αλλού, κάπου καλύτερα.

Έτσι προέκυψε και η ιατρική. 

Η Ιατρική είναι μεγάλο διαβατήριο… ή, μάλλον, μπορούσε να γίνει μεγάλο διαβατήριο. 

Εάν παίξεις σωστά το παιχνίδι,  μπορείς να βγάλεις λεφτά και  να ανέβεις κοινωνικά.

Το άλλο μεγάλο διαβατήριο είναι ο γάμος… 

…ναι, έτσι ακριβώς το σκεφτότανε η Βίκυ.

Αιδοίον, το θαυματουργόν.

…εντάξει, μην το εκχυδαίζουμε.

…εννοούσε ότι μιά καλή εμφάνιση…. και το κατάλληλο στυλ,  ύφος,  και θηλυκότητα,  μπορούν  να κάνουν θαύματα ,  όλα μαζί,  αν στοχεύσεις στα κατάλληλα αρσενικά.

Είχε μείνει κατάπληκτη πόσο απλοϊκοί  είναι οι άντρες και πόσο εύκολα μπορούσε να τους χειριστεί… 

…αυτά βέβαια, αφού πρώτα έφαγε κάμποσες απορρίψεις, εγκαταλείψεις και  χλαπάτσες.

«Η υψηλή τέχνη δεν είναι προϊόν μόνο έμφυτου ταλέντου αλλά και μακρόχρονης εκπαίδευσης», σκεφτόταν με χιούμορ, υπομειδιώντας.

Τον τελευταίο καιρό την απασχολούσαν δύο κυρίως προβλήματα: 

τι ειδικότητα θα κάνει και σε ποιον άντρα θα καταλήξει. 

Πλησίαζε τα 30 και έπρεπε να πάρει μια απόφαση… 

…Η μάλλον δύο αποφάσεις. 

Όσον αφορά την ειδικότητα της ψυχιατρικής - που είχε ήδη  κάνει δύο χρόνια- η οποία της ασκούσε μία έλξη με την κουλτούρα της και με την δύναμη που απέπνεε εισχωρώντας στις ψυχές των άλλων,  δεν την τραβούσε πλέον: 

ήταν καταθλιπτική και, τελικά, καθόλου γκλαμουράτη.

Άσε που δεν έχει και λεφτά.

Τώρα σκεφτόταν κάτι ανάμεσα στην Αισθητική Δερματολογία και την πλαστική (αισθητική) χειρουργική: 

και οι δύο ειδικότητες είχαν σχέση με την γυναικεία ομορφιά… δηλαδή αν το έπαιζε σωστά και βρισκόταν  στους κατάλληλους κύκλους,  μπορούσε να βγάλει πολύ χρήμα.

Και ήταν και γκλαμουράτες ειδικότητες… τουλάχιστον περισσότερο από την ψυχιατρική.

Όσον αφορά τον άντρα…. άλλο πρόβλημα κι αυτό: 

άντρες έβρισκε αλλά, δυστυχώς, δεν μπορούσε να τους κρατήσει . 

Όχι τόσο γιατί την  παρατούσαν οι άντρες, όσο γιατί τους βαριότανε η  ίδια.

Στην αρχή την εντυπωσίαζαν και, μετά, άρχισε να βλέπει πόσο λίγοι της έπεφταν.

Τώρα , εδώ και λίγο καιρό, τα είχε με τον Γιάννη.



Ο ΓΙΑΝΝΗΣ


…ένας τριαντάρης με πτυχίο οικονομικών από την ΑΣΟΕΕ και MBA στην Αγγλία και κληρονόμος αξιόλογης επιχείρησης από δέκα ενοικιαζόμενες μεζονέτες, έμοιαζε καλό κελεπούρι.

Βεβαια, κουμάντο στην επιχείρηση έκανε ο γέρος του που ήταν αγράμματος,  ξερόλας και εγωίσταρος.

Του Γιάννη του  ερχόταν αναγούλα, όποτε έβλεπε το αυτάρεσκο ύφος του γέρου που νόμιζε ότι είναι πολύ μάγκας, πανέξυπνος, και επιτυχημένος τουριστοεπιχειρηματίας με τις δέκα πολυτελείς μεζονέτες που τις νοίκιαζε χρυσάφι την κάθε μιά.

Μόλις τόλμησε η Βίκυ  να του πεί του Γιάννη ότι ο γέρος αξίζει σεβασμό γιατί, και αυτός, με πενιχρά εφόδια τα  κατάφερε, της  επιτέθηκε: 

«Έλα ρε Βίκυ...τι μου λές ότι πρέπει να εκτιμήσω την προσπάθεια του γιατί και αυτός «τα κατάφερε?»

Ένας χωριατόμπουφος ήταν πάντα...ένας πρώην κακόμοιρος που τα κονόμησε με τα ψωριάρικα δωμάτια του και την ταβέρνα του, στο Νησί.

Βασικά ο γέρος μου ήταν ο αποτυχημένος της οικογένειας: 

όλα τα αδέρφια του είχαν διοριστεί στο Δημόσιο, στο στρατό και την αστυνομία.

Γενικά είχαν βολευτεί επειδή είχανε καταφέρει να βγάλουν ένα εξαετές βρωμογυμνάσιο -τωρινό λύκειο- ή είχαν βγάλει και καμιά ανώτερη ή ανώτατη ψωροσχολή.

Εμμ... ήταν 10 αδέρφια, ζωή να χουνε.

Ο γέρος ήταν ο βλάκας, ο αποτυχημένος της οικογένειας.

Αυτός που έμεινε στο χωριό γιατί δεν μπόρεσε να ξεφύγει σε κανα δημόσιο και ξέμεινε στο νησί να αρμέγει κατσίκες και να καλλιεργεί φασολάκια.

Ώσπου ήρθαν οι κοσμοϊστορικές αλλαγές και μαζί μ’ αυτές και η τύχη του.

Ο Μάης του 68, οι χίπηδες, το αναδυόμενο οικολογικό κίνημα, η επιστροφή στη φύση, το χασίσι, το LSD και η σχετική με αυτό υποτιθέμενη «διεύρυνση της συνείδησης», ο Μαχαρίσι Μαχές και ο Οσσο: 

όλη αυτή η αμφισβήτηση του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, ο μοντέρνος αλλά καταπιεστικός τρόπος ζωής στις στις πόλεις,  έκαναν αναγκαία την αναζήτηση «αυθεντικών, παρθένων, οικολογικών, τουριστικών προορισμών».

Όλες αυτές οι μόδες και κοινωνικές αλλαγές, ήταν η τύχη του.

Ναι… τότε άρχισε η τύχη του γέρου.

Εκεί που βρωμούσαν με τα χνώτα του από την πείνα, άρχισαν να πλακώνουν χίπηδες και μισοχίπηδες από την Ευρώπη και την Αμερική.

Ψηλοί, ξανθοί, ασπρουλιάρηδες, μισοξεβράκωτοι .

Όλοι με τις κιθάρες τους, τα χρωματιστά κουρελάκια τους, τα μαντηλοδεμένα ξανθά κεφάλια τους, τα δερμάτινα σανδάλια τους και τα τράβελερ τσεκς στις τσέπες τους.

Όλοι τους τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να στήσουν τα τσαντήρια τους πάνω στην ταράτσα του σπιτιού του και στο διπλανό χωράφι.

Ένα σπίτι του κώλου δηλαδή, μια κακομοιριά.

Με μια μικρή ταράτσα - ίσιωμα για να μαζεύει τη βροχή που πήγαινε σε στέρνα.

Νερό για πλύσιμο αλλά και πόσιμο.

Φτώχεια και μιζέρια που στα μάτια των χαζοχίπηδων έμοιαζε με αγνή, λιτή, σοφή ζωή στη Φύση γεμάτη από την αγνή λαική σοφία των νησιωτών του Αιγαίου ενώ δεν ήταν τίποτε πέρα από φτώχεια και ταλαιπωρία.

Όλα ήταν ένας μύθος: ο γέρος - που τότε δεν ήταν γέρος αλλά ένας τριαντάρης νέος οικογενειάρχης- ήταν ένας φτωχός, αγράμματος, μπουνταλοχωριάτης, που απέτυχε να γίνει χωροφύλακας.

Τα χαζοχιπάκια που παρίσταναν τον Ρωβινσώνα Κρούσο του Αιγαίου με τα λεφτά του μπαμπά, τον έβλεπαν σαν ιδανικό τύπο: 

κάτι ανάμεσα σε Ζορμπά και Αρχαίο, ένα απόγονο των τύπων που ήταν ζωγραφισμένοι γυμνοί πάνω στα αρχαία αγγεία.

Ήλιος , θάλασσα, σεξ, κρασί, χασίσι.

Οκ... το χασίσι δεν ήταν αρχαίο ελληνικό προιόν αλλά μιά αναγκαία μοντέρνα πολιτισμική συνεισφορά.

Μικρά, ξανθά, γαλακτορεμμένα, απλοικά παιδαρέλια του Βορρά....κοπιάστε!.

Δεν είχανε που να μείνουνε στο Νησί, που άρχισε τότε να γίνεται γνωστό. 

Πληρώνανε όσο-όσο για μια ψωροστέγη, στο Νησί..

Το Νησί της υποτιθέμενης αγνότητας του κυκλαδικού πολιτισμού με τις λιτές γραμμές και των «αγνών, λιτών, φυσιολατρών» κατοίκων.

«Αγνών», τρόπος του λέγειν.... 

....αλλά οι μαλάκες οι ευρωπαίοι, έτσι τους έβλεπαν.

Που νάξεραν δηλαδή τι γίνεται εδώ πέρα με τις ρουφιανιές, τις κακομοιριές , τις ζηλοφθονίες και τις κακοήθειες».

«Κατάλαβες Βίκυ? Μην είσαι επιφανειακή στις κρίσεις και τις ερμηνείες σου!»

Η Βίκυ έμεινε κατάπληκτη με αυτόν τον χείμαρρο αποκαλύψεων, αναίδειας και επιθετικότητας.

Αλλά ήταν …μισοψυχίατρος: ήξερε τι σκατά κρύβονται και στις καλύτερες οικογένειες.

…ήξερε ότι  μέσα στις οικογένειες αναπτύσσονται τα πιο ισχυρά πάθη...καλά και κακά.

Είναι οι δεσμοί ισχυροί εκεί… άρα και τα συναισθήματα μπλεγμένα, μπουρδουκλωμένα. 

Δεν ήξερε τι να του πει και τι να σχολιάσει : ήταν πολύ λεπτό το θέμα.

…προφανώς, απέφυγε να σχολιάσει οτιδήποτε…τι να του πει?

…γιά την αναίδεια, την αγνωμοσύνη, την αναισχυντία, την πρόκληση, την έλλειψη αυτογνωσίας?


«Δεν ξέρω το θέμα βρε Γιάννη...είναι μάλλον ένα ζήτημα που πρέπει να έχεις βαθειά γνώση της τοπικής κοινωνίας για να έχεις άποψη»...είπε διπλωματικά.

«Εσύ  θα μπορούσες να κάνεις μια οικονομική και κοινωνιολογική ανάλυση της μετατροπής της αγροτικής τάξης σε τουριστικούς επιχειρηματίες».

«Νομίζω ότι έχεις τα προσόντα», συνέχισε  αναίσχυντα η Βίκυ.

Επιβίωση... θέμα επιβίωσης  : δεν είναι καθόλου εύκολο να επιβιώσεις από μιά δυσάρεστη συζήτηση με ένα κομπλεξικό μαλάκα.

Αν και δεν αποκλείεται να είπε και πέντε αλήθειες, μέσα στον ωκεανό χολής.

Αλλά  δεν με απασχολεί η «αλήθεια» του, σκέφτηκε η Βίκυ.

Καθόλου.

Η Βίκυ απλά κατέγραψε τις ρωγμές που υπήρχαν στην προσωπικότητα του Γιάννη και την εύθραυστη σχέση με τον πατέρα του.

Θα μπορούσε να παίξει εύκολα παιχνίδι πάνω στην μεταξύ τους σχέση… 

Να γίνει ένα είδος γεφυροποιού, ενός νηφάλιου μεσολαβητή, μιας αγαθής και καλής ύπαρξης που θα φέρει ομόνοια και αγάπη.

Έμπηξε ένα γελάκι,  μόλις το σκέφτηκε.






ΕΓΩ, Ο ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Ας μιλήσω και λίγο για την αφεντιά μου.

Ονομάζομαι Ιπποκράτης Παπαδόπουλος και είμαι γύρω στα εξήντα.

Όχι ότι με νοιάζει ιδιαίτερα η ηλικία μου… έχω πλέον ξεπεράσει όλες τις μικρές ναρκισσιστικές ανοησίες. 

Έγινα γιατρός γιατί βαριόμουνα να διαβάσω μαθηματικά στις πανελλήνιες. 

Ήμουν πολύ καλός μαθητής , ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας αλλά, οκ… και μαθηματικά και φυσική και χημεία, για το Πολυτεχνείο , πήγαινε πολύ. 

Αντε ας πάω Ιατρική, είπα, που θέλει μόνο φυσική και χημεία.

Το επάγγελμα του γιατρού είχε κάποια γοητεία όταν ήμουνα παιδί και έφηβος.

Θυμάμαι τον κύριο Ποσιώνη που ερχόταν σε κατ´ οίκον επίσκεψη και έκανε τον παθολόγο, τον παιδίατρο και, γενικά, τον ειδικό για όλα.

Είχε μια τρομερή αυτοπεποίθηση και ξεπέταγε εξέταση και συνταγή σε λίγα λεπτά.

Με εξέταζε μιλώντας ταυτόχρονα, λέγοντας συμβουλές και ιστορίες από τις επιτυχημένες παρεμβάσεις του.

Μετά που έγινα γιατρός, θυμήθηκα ότι τα περισσότερα από αυτά που είχε πει σαν διαγνώσεις,  ήταν λάθος… αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. 

Ο κύριος Ποσιώνης στα παιδικά μου μάτια, φαινόταν  πολύ σπουδαίος κύριος.

Την εποχή που τα άκουγα όλα αυτά που έλεγε, μου έκαναν  τρομερή εντύπωση σαν μεγάλες σοφίες.

Επίσης θυμάμαι ότι κάποτε η μάνα μου με είχε πάει στα εξωτερικά ιατρεία ενός μεγάλου νοσοκομείου -ίσως ήταν το παίδων- και ο γιατρός που ήταν μέσα στο εξωτερικό ιατρείο ήταν ένας πάρα πολύ εκνευρισμένος και αυστηρός τύπος που όλοι τον φοβόταν και τον σέβονταν, πράγμα που μου δημιούργησε  την εντύπωση ότι οι γιατροί  γενικά είναι άτομα αυξημένου κύρους που  έχουν εξουσία και όλοι τους βλέπουν με δέος.

Όλα αυτά ήταν λάθος, βέβαια…απλοικές παιδικές εντυπώσεις : 

ο γιατρούκος του Παίδων , απλά ήταν ένας ταλαίπωρος που τα είχε παίξει.

Το όνομα Ιπποκράτης καταλαβαίνω ότι είναι πομπώδες και μάλλον γελοίο και, προφανώς, αντανακλά τις φιλοδοξίες του πατέρα μου να γίνω γιατρός.

Αυτό μου το έβγαλε ο πατέρας μου ο οποίος είχε ψώνιο και με τους αρχαίους και με την ιατρική: 

ένας συνδυασμός που αποδείχθηκε αρκετά καταπιεστικός   για μένα.

Στην ουσία, με  έσπρωξε και ο πατέρας μου, εμμέσως, να γίνω γιατρός.

Μου ενέπνευσε την ιδέα ότι κατά κάποιο τρόπο η μοίρα και η τύχη  μου ήταν να γίνω γιατρός.

Αμαρτίαι - και ψώνια-  γονέων , παιδεύουσι -ισοβίως- τέκνα.

Το «Ιπποκράτης» βέβαια,  ως όνομα, είναι αρκετά γελοίο  για ένα παιδάκι.

…ήταν αναμενόμενο που έπαιξαν πάρα πολλά λογοπαίγνια  στο σχολείο με το όνομά μου:

από το hippo  (ιπποπόταμος) μέχρι το Πίπο (Ιππο/πιπο-κράτης)

Για το επίθετο Παπαδόπουλος δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα : 

είναι κάτι κληρονομημένο και είναι το πιο συνηθισμένο ελληνικό επίθετο.

 Γενικά, όσον αφορά τα ονόματα, αποδέχθηκα την μοίρα μου.

Μια άλλη εσφαλμένη εντύπωση η οποία μου είχε δημιουργηθεί παλαιά, είναι ότι ο γιατρός είναι ασφαλής οικονομικά : 

ο κόσμος πιστεύει ότι γενικά οι γιατροί τον έχουν τον τρόπο τους .

Αλλά και οι γιατροί, βλακωδώς  αφήνουν τον κόσμο να έχει αυτή την ψευδαίσθηση. 

Εγώ πάντως δεν ένιωσα ποτέ ασφαλής… ούτε οικονομικά ούτε γενικότερα .

Οι κυριότεροι εχθροί μου  μου ήταν τρεις:

η οικονομική ανασφάλεια ,  η εφορία και τα δικαστήρια.

Δεν ξέρω ποια κακιά μοίρα με έρριξε στο Νησί, στα γεράματα.

Μάλλον νόμιζα ότι θα έκανα διακοπές διαρκείας.

Αλλά,  ένα μικρό νοσοκομείο, με τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό, ελλείψεις σε έμπειρους ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων , μεγάλο αριθμό ασθενών, δυσκολία διακομιδής , διοικητική ανεπάρκεια, έλλειψη υποστήριξης από υπουργείο και την τοπική κοινωνία, δημιουργούν συνθήκες υψηλού ρίσκου για τον γιατρό.

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, αντί να κάνω διακοπές, «να τραβάω  κουπί».

Anyway, τώρα έμπλεξα και ο Θεός βοηθός.

Προσπαθώ να κάνω την δουλειά μου αξιοπρεπώς όσο μπορώ και να αποφύγω τα δικαστήρια και την φυλακή.

Προσπαθώ και για τους ασθενείς αλλά και γιά την διατήρηση της προσωπικής μου αυτοεκτίμησης.

Πολλοί, δύσκολοι στόχοι, μαζί.

Αλλά τα πράγματα δεν είναι εύκολα ούτε για τους γιατρούς , ούτε για τη διοίκηση.

Οι διοικητές των νοσοκομείων, στην πλειοψηφία τους,  είναι άνθρωποι άπειροι από διοίκηση και άσχετοι απο νοσοκομεία.

Απλά χαίρουν της εμπιστοσύνης του κυρίου υπουργού που και αυτός,  συνήθως, είναι ένας άσχετος άνθρωπος από θέματα υγείας και από νοσοκομεία.

Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι μέσα σε εξι χρόνια λειτουργίας έχουν αλλάξει έξι διοικητές.

Προσωπική μου εντύπωση είναι ότι όλοι ήρθαν με ζήλο και απλοική αυτοπεποίθηση να προσφέρουν, αλλά,  ήταν απροετοίμαστοι για τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν.

Παράλληλα, έτυχαν ελλιπούς υποστήριξης το Υπουργείο, την Περιφέρεια και την τοπική κοινωνία.

Όλοι έφυγαν σοφότεροι… αλλά, ελάχιστα ικανοποιημένοι.

Κλήθηκαν να μπαλώσουν σοβαρά επείγοντα ή χρόνια  προβλήματα που διορθώνονται μόνο θεσμικά: 

πχ το να παρακαλάει ο διοικητής την περιφέρεια ή το υπουργείο να του στείλουν αναισθησιολόγο γιατί ο ένας και μοναδικός αρρώστησε, δεν είναι η λύση.

Θα έπρεπε να υπάρχει δευτερος αναισθησιολόγος.

Το να παρεμβαίνει η τοπική αυτοδιοίκηση για εξυπηρετήσεις  και ποτέ για χρηματοδότηση κλπ βοήθεια, δεν είναι πολύ ενθαρρυντικό γιά τον διοικητή.

Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία δεν αποφασίζει αν θέλει διοικητές με δύναμη και αρμοδιότητες, ή αν θέλει διοικητές -διεκπεραιωτές μικροπολιτικών.

Δεν ξέρει τι θέλει.

…πχ Θέλει διοικητές που θα παράγουν έργο με βάση ένα μακρόχρονο προγραμματισμό, ή θέλει διοικητές-επισκέπτες-τουρίστες, που θα αλλάζουν κάθε χρόνο;

Ο κύριος Υπουργός διορίζει κάποιον ως διοικητική νοσοκομείου, συχνά χωρίς ουσιαστικά -αλλά και χωρίς τα απαραίτητα τυπικά- προσόντα….

Έναν αφελή που τον παραμύθιασαν ότι θα γράψει λαμπρή  σελίδα στο βιογραφικό του και που δεν ξέρει τι τον περιμένει.

Τον πετάνε αβοήθητο στο λάκκο των λεόντων και τον παρατάνε στην τύχη του.

Του φορτώνουν την ευθύνη για χρόνιες δυσλειτουργίες για τις οποίες δεν είχε ιδέα.

 Το θέμα είναι: 

ο υπουργός και η πολιτική ηγεσία που τον  δίόρισε, τον εμπιστεύεται?

…τον σέβεται? 

….τον αφήνει να αποφασίζει?

…του δίνει χρήμα, αρμοδιότητες, ευελιξία και εργαλεία να κάνει την δουλειά του?

…..ή θεωρεί ότι είναι ένας ακόμη υπάλληλάκος που τους χρωστάει χάρη  στου οποίου την εργασία παρεμβαίνουν συνεχώς?

…Ελλαδάρα, η τριτοκοσμική χώρα που παριστάνει την Ευρωπαία.

Είναι σχολείο η θητεία σε ένα ελληνικό επαρχιακό νοσοκομείο: 

μαθαίνεις ένα σωρό πράγματα για την σύγχρονη Ελλάδα και τον λαό της.

Γιατί δεν φταίνε μόνο οι πολιτικοί… φταίνε και αυτοί που τους εξέλεξαν.

Αλλά τι κάθομαι και λέω τώρα…

Απεραντολογώ με πολιτική κοινωνιολογία της συμφοράς.

Πάντως, εμένα, το νησί μου έκανε καλό.

Γνώρισα ένα σωρό ενδιαφέροντα πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις.

Από λογοτεχνική πλευρά - η λογοτεχνία είναι το κρυφό ψώνιο μου- συνιστούν σπουδαίο υλικό.

Αλλά και η μελέτη των ανθρώπων είναι σπουδαίο λογοτεχνικό υλικό: των συνεργατών μου και της τοπικής κοινωνίας.

Στην Αθήνα δεν μπορείς να μελετήσεις αποτελεσματικά την κοινωνία: 

…είναι πολύ μεγάλη, είναι ετερόκλητη, δεν έχεις πρόσβαση και επαφή με σημαντικά μέρη της.

Εδώ είναι πιό μικρά και πιό απλά τα πράγματα.

Τώρα… θα μου πείτε:  και τι με ενδιαφέρουν εμένα,  όλα αυτά?

…κοινωνιολόγος είμαι ή ανθρωπολόγος?

Προφανώς, τίποτε από τα δύο: είμαι απλά ένας άνθρωπος με λογοτεχνικές ανησυχίες.

Η λογοτεχνία είναι , όπως λέει και η λέξη, η τέχνη του λόγου…

…αλλά, στην ουσία, είναι μαζί ανθρωπολογία και κοινωνιολογία.

Το κύριο αντικείμενό της είναι ο άνθρωπος και το περιβάλλον του.

Η κοινωνία.

Αν δεν μελετήσεις τον άνθρωπο, τι θα μελετήσεις? 

Τα χελιδόνια? τα κουνούπια? τον Θεό ?

Τους ανθρώπους μελετάς.



Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΧΕΙ ΑΓΧΟΣ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ


Ο Γιώργης, σαν στέλεχος της Περιφέρειας, έχει αναλάβει την συνεργασία με τους ιδιώτες εργολήπτες που έχουν αναλάβει διάφορα πρότζεκτ: βασικά πρέπει και να τους βοηθήσει να κάνουν την δουλειά τους, διευκολύνοντάς τους στους δαιδάλους των διαδικασιών του Δημόσιου Τομέα και, παράλληλα, να τους ελέγχει να κάνουν σωστά την δουλειά τους.

Το βασικό είναι να μην γίνουν παρατυπίες και σκάνδαλα ούτως ώστε να μην βγούν «στα μανταλάκια» οι πολιτικοί προιστάμενοι που έβαλαν τις υπογραφές έγκρισης του έργου.

Στην προκειμένη  περίπτωση,  ο Χρίστος και η εταιρεία του, έχουν αναλάβει ένα έργο μηχανοργάνωσης του νοσοκομείου που μοιάζει απλό αλλά, τελικά, δεν είναι και τόσο απλό.

Πρέπει να μπαίνουν σε ηλεκτρονικά αρχεία οι ασθενείς, το ιστορικό τους, οι εργαστηριακές εξετάσεις, οι ακτινογραφίες, οι διαγνώσεις, τα ΤΕΠ, οι κλινικές, τα χειρουργεία, οι ιατρικές εντολές, η νοσηλευτική παρακολούθηση, τα φάρμακα και οι δόσεις, τα οικονομικά στοιχεία, η ενημέρωση των ταμείων και των ιδιωτικών ασφαλειών, η μισθοδοσία του προσωπικού, οι υπερωρίες, οι άδειες, οι διοικητικές αποφάσεις, κλπ

Και όλα αυτά με κωδικούς και ηλεκτρονικές υπογραφές που να φαίνεται ποιός έδωσε την έκαστοτε εντολή, ποιά νοσηλευτρια την εξετέλεσε, ποιό φάρμακο χρησιμοποιήθηκε και ποιό πετάχτηκε , τι υλικά χρησιμοποιήθηκαν για να χρεωθούν κλπ.

Με ημερομηνίες, ώρες κλπ αλλά και με υπογραφές και εντολές που δεν σβήνουν ηλεκτρονικά και είναι «ανεξίτηλες» και διατηρητέες στον χρόνο.

Διαδικασίες που περιγράφονται με  λεπτομέρειες και κωδικούς.

Διαδικασίες  πάντα ελέγξιμες και ανιχνεύσιμες.

Μεγάλο μπέρδεμα.

Μπέρδεμα που πρέπει,  ταυτόχρονα , να είναι απλό και λειτουργικό αφού, πολλοί εργαζόμενοι - διοικητικοί,  γιατροί και νοσηλευτές- δεν έχουν εξοικείωση με ηλεκτρονικά συστήματα και την πληροφορική.

Μερικοί μάλιστα είναι εντελώς …κασμάδες: δεν ξέρουν να πατήσουν ούτε ένα πλήκτρο και να χειριστούν ένα ποντίκι.

Άλλοι πάλι, δεν ξέρουν στοιχειώδη αγγλικά…ακόμη και το λατινικό αλφάβητο τους φαίνεται …κινέζικο.

Άρα πρέπει και να εκπαιδευτούν στον …πολιτισμό.

 Η εκπαίδευση των ασχέτων  είναι μιά μακρά και επίπονη  δουλειά που επίσης περιλαμβάνεται μέσα στο πρότζεκτ που ανέλαβε ο Χρίστος και επιβλέπει ο Γιώργης.

Αλλά και ο Γιώργης, ως απόφοιτος του Παντείου πανεπιστημίου με προσανατολισμό τις Πολιτικές επιστήμες και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την «μαρξιστική αναδιάρθρωση της οικονομίας μεταπρατικού καπιταλισμού» όπως είναι η Ελληνική, δεν το ´χει και πολύ με την τεχνολογία και ιδιαίτερα με την πληροφορική.

 Φυσικό είναι να του φαίνεται δύσκολο να αξιολογήσει την ποιότητα και την εκτέλεση ενός έργου πληροφορικής που δεν κατανοεί καλά.

Παρ´ τ αυγό και ´κούρευτο.

Οι μελέτες του Γιώργη και η «πολιτική του συνειδητοποίηση» και καλλιέργεια, έγινε κυρίως από τυπωμένα χαρτιά :

μπροσούρες και βιβλία που έπαιρνε από τα εναλλακτικά στέκια στα Εξάρχεια… όχι με κομπιουτερίστικες εφαρμογές.

Ούτε από μαθηματικά σκαμπάζει, ούτε από στατιστική.

Και τώρα πρέπει να συνεργαστεί με τον «μαλάκα τον Χρίστο»:

έναν γιάπη του ΕΜΠ με μεταπτυχιακό στην Αγγλία και κονομημένο συνιδιοκτήτη ιδιωτικής κομπιουτεράδικης εταιρείας.

Τον έχει ψάξει στο Google τον Χρίστο και την εταιρεία του , ο Γιώργης… 

…και ενοχλήθηκε από την εντυπωσιακή ιστοσελίδα της εταιρείας , το επιχειρηματικό ιστορικό της και τις δουλειές που έχει επιτυχημένα διεκπεραιώσει.

 Επίσης ενοχλήθηκε και από τα βιογραφικά του Χρίστου και των συνεργατών και συνεταίρων του.

Όλοι γιάπηδες και όλα  στα αγγλικά… 

…λές και είναι μιά εταιρεία στο …Μανχάτταν και παίρνει μόνο διεθνή έργα στις πέντε ηπείρους.

Τρίχες κατσαρές για να εντυπωσιάζουν τους αφελείς.

Αυτά σκεφτόταν ο Γιώργης…  και έβραζε από μέσα του.

…αλλά  και ανησυχούσε κιόλας,  για το πως θα εξελιχθεί η συνάντηση με τον Χρίστο…

«Λες να είναι κανας σπαστικά αλαζονικός τύπος?»

…έλπιζε πως όχι…γιατί δεν τους άντεχε κάτι τέτοιους.

«Λες να τον αντιμετώπιζε αφ´ υψηλού σαν πλούσιος και επιτυχημένος?»

…πάλι έλπιζε όχι…αλλά , και μόνο που το σκεφτόταν σαν ενδεχόμενο, αγρίευε.

Αν πράγματι του τόπαιζε έξυπνος και σπουδαίος, θα του «έδειχνε αυτός»:

θα του έβαζε ένα σωρό τρικλοποδιές και θα τον έκανε «να φτύσει το γάλα της μάννας του».

«…ναί…ποιός νόμιζε δηλαδή πως είναι, ο μαλάκας?»

«…ένας θρασύς και αδίστακτος ψωρογιάπης  είναι, που βρήκε ευκαιρία ανέλαβε δημόσιο έργο για να κονομήσει υπερκέρδη από τα δύσκολα κερδισμένα λεφτά του λαού».

Αυτός, ο Γιώργης, δεν θα το επέτρεπε αυτό.

Ήταν αποφασισμένος.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις